Unfortunately, your trial period has expired! Please buy a license if you want to continue using it.

Ομιλίες

 Ομιλία Μητροπολίτου Τριμυθούντος κ. Βαρνάβα εις την εις πρεσβύτερο χειροτονία του π. Γεωργίου Σταύρου, εις τον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου Ψευδά, την 4.9.2021

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Αγαπητέ π. Γεώργιε,

Η σημερινή μέρα σηματοδοτεί για σένα την διά του Αγίου και τελεταρχικού Πνεύματος αλλοίωση της ασθενούς ανθρώπινης φύσης σε υπηρέτη και ιερουργό μυστηρίων, που ούτε οι Αγγελικές Δυνάμεις δεν μπορούν να αγγίξουν, καθώς, όπως είπαμε και πριν λίγο, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, «τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν. «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου», διότι ούτε η διανοητική δύναμη, ούτε οι ανθρώπινες γνώσεις, ούτε τα ακαδημαϊκά πτυχία, και πολλώ μάλλον, ούτε τα πλούτη και η ανθρώπινη δόξα μπορούν έστω και κατ’ ελάχιστον να συνεργήσουν σε τέτοια αλλοίωση. Ακόμα και η ανθρώπινη αρετή είναι αδύναμη να επιτελέσει από μόνη της τέτοια αλλοίωση. Το ότι ο υποψήφιος για αυτή τη μεγάλη αλλοίωση δεν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, συνάγεται και από το ότι ακόμα και «οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι παρακύψαι ἐπιθυμοῦσι, καί θεάσασθαι αὐτοψεί τό πρόσωπον τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, καί ἀπολαῦσαι τῆς θείας καί ἱερᾶς Λειτουργίας». Αυτό δεν το λένε τα ιερά κείμενα για να υποτιμήσουν τους Αγγέλους, αλλά για να αναδείξουν πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θα τολμήσει να εισέλθει στο ενδότερον του καταπετάσματος. Όπως μας λέει ο Ιερός Χρυσόστομος «Διό χρή τον ιερωμένον, ώσπερ εν αυτοίς εστώτα τοίς ουρανοίς, μεταξύ των δυνάμεων εκείνων, ούτως είναι καθαρόν». Αφού θα στέκεσαι μεταξύ των Αγγέλων, απαιτείται και η ισοβάθμιος καθαρότητα. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να τολμήσει, έστω και να σκεφθεί, να επιχειρήσει τέτοιο εγχείρημα. Και όμως! Η άπειρος ευσπλαχνία του Θεού συγκαταβαίνει μυστηριωδώς και καταδέχεται ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι άνθρωποι να υφιστάμεθα τοιαύτην αλλοίωση, ώστε να υπηρετούμε τα άχραντα μυστήρια. Το ένα μυστήριο (της ιερωσύνης) στην υπηρεσία των άλλων μυστηρίων και τελικά όλα τα μυστήρια στην υπηρεσία του μεγαλύτερου μυστηρίου, της ένωσης Θεού και ανθρώπου, το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον».

Συνέπεσε, η σημερινή χειροτονία με τη σημερινή εορτή του Αγίου και Θεόπτη Προφήτου Μωυσέως. Η κλήση του Προφήτου Μωυσέως στο να διακονήσει στο σχέδιο του Θεού για την απελευθέρωση του λαού Του από τον ζυγό του Φαραώ, μπορεί να διδάξει πολλά σε αυτούς που καλούνται να υπηρετήσουν σήμερα τη σωτηρία του νέου Ισραήλ, δηλαδή των πιστών της Εκκλησίας του Θεού και της κατίσχυσής τους στην πάλη «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Ο Θεόπτης Μωυσής δεν κλήθηκε τυχαία. Όπως όλες οι μεγάλες κλήσεις του Θεού (στον Αβραάμ, στον Νώε, στον Ιακώβ) προϋπέθεταν μια εκ μέρους του ανθρώπου έμπρακτη απόδειξη της πίστεώς του. Ο Απ. Παύλος μας γράφει για τον Μωυσή: «πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν· μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Αρνήθηκε τις απολαύσεις του παλατιού του Φαραώ και επέλεξε να συγκακουχηθεί με τον λαό του, προκρίνοντας τον ονειδισμό του Χριστού από τον τίτλο του πρίγκηπα της Αιγύπτου. Η πράξη αυτή τον οδηγεί στην θεοπτία στη φλεγόμενη βάτο. Από τον καιρό των Αποστόλων και πάλι ο Απ. Παύλος προειδοποίησε ότι «Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Η ρήση αυτή επαληθεύτηκε και επαληθεύεται σε όλες τις εποχές. Στην εποχή μας, το ιερατικό σχήμα, ευτυχώς ακόμα, απολαμβάνει σεβασμού από μια μεγάλη μερίδα του λαού του Θεού. Παράλληλα όμως από ένα άλλο μεγάλο μέρος της κοινωνίας δέχεται περιφρόνηση, ονειδισμούς και ύβρεις. Αυτοί οι ονειδισμοί δεν πρέπει να μας πτοούν, δεδομένου φυσικά ότι δεν έχουν πραγματικό έρεισμα που να οφείλεται στη μεμπτή διαγωγή των ιερέων. Διότι αν «Ὃς σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης», πόσω μάλλον, αν ένας λειτουργός του Θεού σκανδαλίζει δικαιολογημένα ολόκληρο ποίμνιο, πόση ευθύνη και καταδίκη θα αντιμετωπίσει από τον δικαιοκρίτη Θεό; Δεν μιλούμε για αυτό το όνειδος, αλλά για τον ονειδισμό του Χριστού. Τον ονειδισμό που ο διάβολος και ο κόσμος επιφυλάττει για τους ιερείς που όντως προτιμούν να συγκακουχούνται με τον λαό του Θεού, αρνούμενοι τις πρόσκαιρες απολαύσεις της αμαρτίας και καθοδηγούν τουτοιοτρόπως τους πιστούς χριστιανούς ώστε να αποβλέπουν εις την μέλλουσαν μισθαποδοσίαν. Αυτοί οι ιερείς που εμπνέουν τους πιστούς να μπουν και να μείνουν στη σωστική κιβωτό της εκκλησίας, παρόλες τις περί του αντιθέτου γνώμες και συμβουλές των κάθε λογής επιστημόνων, ειδημόνων, αρχόντων, φιλοσόφων και εν γένει εκπροσώπων του κόσμου τούτου.

Πώς όμως ο Θεόπτης Μωύσης καθοδηγούσε τον ομολογουμένως δύσκολο λαό του Ισραήλ; Όποτε χρειαζόταν να αποφασίσει πώς να ενεργήσει σε κάποια περίπτωση, εισήρχετο στη σκηνή του Μαρτυρίου: «ὡς δ᾿ ἂν εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνήν, κατέβαινεν ὁ στῦλος τῆς νεφέλης, καὶ ἵστατο ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἐλάλει Μωυσῇ·… καὶ ἑώρα πᾶς ὁ λαὸς τὸν στῦλον τῆς νεφέλης ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς,… καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον». Ο Θεός συγκατέβαινε και λαλούσε πρόσωπο προς πρόσωπο στον Μωυσή, δίνοντάς του σαφείς και λεπτομερείς οδηγίες για το πώς θα ενεργούσε. Μπορεί σήμερα να μην έχουμε παρόμοια δυνατότητα, αλλά αυτό που πρέπει να υποδείξουμε είναι η στάση του Μωυσή, να ζητεί οδηγίες από τον Θεό για οτιδήποτε απαιτούσαν οι περιστάσεις της στιγμής. Η έγνοια του Μωυσή ήταν η υπακοή στα εντάλματα του Θεού: «ὅσα συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, οὕτως ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ… καὶ εἶδε Μωυσῆς πάντα τὰ ἔργα, καὶ ἦσαν πεποιηκότες αὐτὰ ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, οὕτως ἐποίησαν αὐτά· καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Μωυσῆς». Σήμερα δεν έχουμε τη σκηνή του Μαρτυρίου, ούτε τη φωτεινή νεφέλη, αλλά υπό μία άποψη έχουμε πολύ περισσότερα. Οι ιερείς έχουν την Αγία Γραφή, όπου εκτίθεται πλήρως ο λόγος και το θέλημα του Θεού. Έχουμε την ιερά παράδοση των Αγίων Πατέρων ημών, όπου ερμηνεύεται και βιώνεται εμπράκτως η Αγία Γραφή. Και τέλος έχουμε τον ίδιο τον Χριστό μας πάνω στην Αγία Τράπεζα. Σε λίγο σύμφωνα με την τάξη της χειροτονίας «Προσέρχεται ὁ χειροτονηθείς, καὶ ἐπιδίδωσιν αὐτῷ ὁ Ἀρχιερεὺς τὸν ἅγιον Ἄρτον, λέγων οὕτω

«Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν».

Αυτό που σήμερα θα λάβεις , π. Γεώργιε δεν είναι ούτε μια μέθοδος, ούτε μια συμβουλή, ούτε κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς που πρέπει να ακολουθείς. Θα λάβεις την μόνην παρακαταθήκην που έχει η Εκκλησία εδώ και 2 χιλιάδες χρόνια, αυτόν τούτον τον Χριστόν. Καλείσαι πάτερ να τον λάβεις, να τον υπηρετήσεις, να τον μιμηθείς και να τον ομολογήσεις έναντι των ανθρώπων. Αυτό που λαμβάνεις θα ζητηθεί ακέραιο και απαράλλακτο όπως σου δίνεται, εν τη Δευτέρα παρουσία. Μέγιστη ευθύνη έχεις να ακολουθήσεις, χωρίς να αλλοιώσεις «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» και να διδάξεις ούτω τους ανθρώπους, όπως ο Θεόπτης Μωυσής, τα εντάλματα Του, διότι ο Χριστός κρύβεται μέσα στις εντολές Του, σύμφωνα με τον Άγιο Μάρκο τον ασκητή. Όποιος τις αλλοιώνει, παραδίδει ένα άλλο Χριστό στους ανθρώπους. Και αυτός «ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Π. Γεώργιε,

Ο Θεός σε ευλόγησε να ανήκεις σε μια ιερατική οικογένεια, η οποία σήμερα αγάλλεται βλέποντάς σε να εντάσσεσαι στην τάξη των ιερέων. Έχεις όλες τις προϋποθέσεις, αν επιδείξεις πνεύμα μαθητείας, να μαθαίνεις τι εστί το θέλημα του Κυρίου, στρεφόμενος και στην παράδοση της οικογένειάς σου αλλά και στην ευρύτερη παράδοση της καθ’ ημάς Εκκλησίας. Ο ιερέας δεν καλείται να καινοτομήσει ή να επινοήσει νέες διδασκαλίες, πράγμα πολύ επικίνδυνο, αν δεν ελαύνεται ξεκάθαρα από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η σύγχρονη σκηνή του μαρτυρίου και η φωτεινή νεφέλη είναι η Εκκλησία μας, η παράδοση των Αγίων μας και το μόνο που χρειάζεσαι είναι αυτό που είχε ο Μωυσής: Η διάθεση να ακολουθήσουμε σε ό,τι χρειαστεί, το αυθεντικό θέλημα του Θεού. Αν το επιζητείς στις σωστές πηγές της πατερικής παράδοσης, θα το βρεις. Και όταν το βρεις, και όταν το βιώσεις, θα μπορέσεις να το παραδώσεις και στα πιστά μέλη της Εκκλησίας. Αυτό περιμένουν όλοι από σένα, και αυτό ευχόμαστε ολόψυχα να επιτύχεις, διά πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου, ώστε να συντελείς καθημερινά στη δόξα του Ονόματος του εν Τριάδι Θεού ημών.

 Ομιλία του Μιχάλη Χριστοφορίδη - Η μητέρα του φωτός

Το φως από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και σήμερα είναι από τις πλέον πολυσυζητημένες έννοιες. Από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής , δηλώνεται ότι το πρώτο πράγμα που δημιούργησε ο Θεός ήταν το φώς. Από την αρχαία εποχή σε πάρα πολλές θρησκείες το φως και κατά ακολουθίαν ο ήλιος, που θεωρείται η πηγή του φωτός, θεοποιήθηκαν και λατρεύονταν με διάφορες ιεροτελεστίες. Σήμερα στο απόγειο της σύγχρονης επιστήμης, η έννοια του φωτός στη φυσική είναι ίσως η πιο θεμελιώδης έννοια. Η πιο διάσημη εξίσωση που διατύπωσε ο Einstein (E = mc2) , μέσα στην τόσο λιτή διατύπωση της, περιλαμβάνει το φως (συγκεκριμένα την ταχύτητα του φωτός, η οποία θεωρείται το μέγιστο όριο της ταχύτητας στο σύμπαν). Η ισχύουσα επιστημονική θεωρία για την γένεση του Σύμπαντος , ήρθε να συμφωνήσει με την Αγία Γραφή, και να παραδεχτεί ότι όλα ξεκίνησαν από μια έκρηξη φωτός (Bing -Bang). Από το φώς παρήχθησαν τα πάντα.

Καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο Χριστός μέσα στην ορθόδοξη Θεολογία, σχετίζεται (δεν ταυτίζεται, αφού η απερινόητη ουσία του Θεού δεν μπορεί να ταυτίζεται με τίποτε του κόσμου τούτου) άρρηκτα με το φως (Ψάλλομε την Μεγάλη Παρασκευή : «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον»). Η εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού μας παρέχει ένα πλουσιότατο θεολογικό πλαίσιο για την φανέρωση του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως « φωτὸς αὐτουργὸς γὰρ πεφυκὼς, καταυγάζει τοὺς μέλποντας…». Η πατερική σκέψη θεωρεί το άκτιστο αυτό φώς ως μια από τις κύριες (όχι την μόνη) και τις συνηθέστερες άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού δια της οποίας κοινωνεί με τους ανθρώπους. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μιλώντας για τον Λόγο του Θεού γράφει «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.»

Γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω και συναισθανόμενοι το μυστήριο και το μεγαλείο του φωτός, όπως και αν το εξετάσουμε (είτε από επιστημονική, είτε από θεολογική πλευρά), ακούγοντας καθημερινά τον Ιερέα (ή τον Διάκονο) να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να λέει «Την Θεοτόκον και μητέρα του Φωτός, εν ύμνοις μεγαλύνωμεν», νιώθουμε ένα δέος! Για την Παναγία μας έχουν γραφτεί άπειρες δοξολογίες και ύμνοι και εγκώμια και μεγαλυνάρια. Αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός «Μητέρα του Φωτός» είναι από τους πιο τολμηρούς, τους πιο μεγαλειώδεις και συνάμα τους πιο ακριβείς. Ακούοντας την φράση αυτή και βλέποντας την ίδια στιγμή την εικόνα της, μια γυναίκα με άφθαστη σεμνότητα και ταπείνωση, και γνωρίζοντας την επί γης ζωή της, καταπλαγέντες ως ο Γαβριήλ, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά «εν ύμνοις (να την) μεγαλύνομε».

Ας αναλογιστούμε, ποια πραγματικά ήταν η Παναγία στην επί γής ζωή της. Μια άγνωστη κόρη σε μια άσημη κωμόπολη της Ιουδαίας. Την ίδια στιγμή ιστορικά, στην γη υπήρχαν άνθρωποι, βασιλείς, βασίλισσες, ένδοξοι, ευγενείς, φιλόσοφοι, μέσα σε μεγαλοπρεπή ανάκτορα που μπροστά τους γονάτιζαν χιλιάδες υπήκοοι και τους υπηρετούσαν εκατοντάδες δούλοι. Από όλους αυτούς, η άπειρος Σοφία του Θεού, επέλεξε αυτό το άγνωστο στους ανθρώπους κορίτσι των 15 ετών, για να κάνει την ένσαρκο είσοδο Του στην ανθρώπινη ιστορία, διότι «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» όπως μας λέει η ίδια η Θεοτόκος. Ήταν άγνωστη στους ανθρώπους, αλλά προ των αιώνων ήταν εγνωσμένη στον Θεό για την αρετή της. Για αιώνες, όλοι σχεδόν οι προφήτες προανήγγελλαν το πρόσωπο της. Δεκάδες θαυμαστά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν συμβολικοί τύποι του προσώπου της. Όπως είπε και κάποιος ως έκφραση λόγου, ακόμα και αν ο Θεός δεν είχε στο σχέδιο Του μετά την πτώση του ανθρώπου, να σαρκωθεί και να τον σώσει, μόνο και μόνο βλέποντας την Πάναγνο Παρθένο Μαρία και την αρετή της , θα άλλαζε γνώμη και θα προχωρούσε στην ενσάρκωση Του. Αυτό φανερώνει ότι στο πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας μπορεί να γίνονται κοσμοϊστορικά γεγονότα που να φαίνονται πολύ σημαντικά (π.χ. πόλεμοι, μάχες, κατακτήσεις, κατάλυση αυτοκρατοριών), αλλά κάποια άλλα γεγονότα που συμβαίνουν μυστικά εν σιωπή, είναι απείρως πιο καταλυτικά και σημαντικά για την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Όταν έγινε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ένα γεγονός που προκατηγγέλθη από τον ίδιο τον Θεό στους πρωτοπλάστους στον παράδεισο, πόσοι το πήραν είδηση; Μόνο η άγνωστη και άσημη κόρη της Ναζαρέτ. Ένα γεγονός με συμπαντικές διαστάσεις (ενσάρκωση του Θεού), και κανείς από τους τότε ανθρώπους δεν γνωρίζει τίποτε. Την ίδια στιγμή πιθανόν ο τότε υπόλοιπος κόσμος να ήταν συνεπαρμένος από την ανάδειξη του Οκταβιανού Αυγούστου ως μονοκράτορα, στην ένδοξη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σήμερα το πρώτο γεγονός υμνείται και δοξολογείται από όλους τους πιστούς χριστιανούς καθημερινά και το γνωρίζουν, τουλάχιστον, ως γεγονός, όλοι οι άνθρωποι. Το δεύτερο γεγονός, το γνωρίζουν ίσως οι φοιτητές της ιστορίας και ίσως κάποιοι μαθητές των σχολείων (πριν να το ξεχάσουν).

Όταν η Θεοτόκος Μαρία έλεγε «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί», που το στήριζε; Ποιος την ήξερε τότε; Μήπως είχε κάποιους υπηκόους που θα την βοηθούσαν; Ή μήπως είχε συγγράψει κάποιο βαθυστόχαστο φιλοσοφικό βιβλίο; Ποιος άλλος άνθρωπος στην ιστορία, όσο ένδοξος και μεγάλος και αν είναι, τολμά να ξεστομίσει τέτοια δήλωση.

Μια δήλωση που α) βεβαιώνει ότι θα τον μακαρίζουν και θα τον εξυμνούν οι άνθρωποι και β) ότι αυτό δεν θα συμβαίνει μόνο την εποχή που ζεί, όταν είναι ένδοξος και δυνατός, αλλά θα συμβαίνει από όλες τις μελλοντικές γενεές. Π.χ. Μπορούσε ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος (ο άνθρωπος με την πιο μεγάλη ανθρώπινη εξουσία τον καιρό που ζούσε η Θεοτόκος, αυτός που μπροστά του υποκλινόταν η οικουμένη) να εγγυηθεί ότι όλες οι μελλοντικές γενεές θα τον εξυμνούν ως ένα μεγάλο αυτοκράτορα; Σήμερα όχι μόνο δεν τον εξυμνεί κανείς, αλλά πάρα πολλοί ούτε καν τον γνωρίζουν. Και όμως: Αυτό που ούτε καν να διανοηθεί δεν μπορούσε ο Οκταβιανός Αύγουστος (όπως και κανένα άλλο ιστορικό πρόσωπο), τολμά να το πει μια (τότε) άσημη μικρή κόρη σε μια άσημη συγγενή της σε ένα μικρό χωριό της Ιουδαίας. Και το πιο εκπληκτικό, είναι ότι αυτό που λέει, πραγματοποιείται μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή, 2000 χρόνια μετά. Μια εκπληκτική προφητεία που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πόσο μάλλον να κατανοηθεί από κάποιον άθεο ή άπιστο. Τα λόγια της Θεοτόκου είναι γραμμένα από τον Απ. Λουκά στο ευαγγέλιο γύρω στο 60 -70 μ.Χ. Αυτό είναι ένα ιστορικό κείμενο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (ακόμα και αν κάποιος δεν δέχεται την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής). Άρα ως φράση γράφτηκε τουλάχιστον περίπου πριν 2000 χρόνια. Το ότι πραγματοποιείται η προφητεία το βεβαιώνουν οι χιλιάδες πιστοί σε χιλιάδες εκκλησίες σε όλο τον πλανήτη που επικαλούνται, υμνούν και μακαρίζουν την Παναγία. Ακόμα και αν κάποιος δεν το κάνει ή δεν συμφωνεί με αυτό, δεν μπορεί να αρνείται ότι συμβαίνει κάθε χρόνο σε όλο σχεδόν τον πλανήτη. Πώς συνέβηκε αυτό το εκπληκτικό πράγμα; Πως έπεισε μια παιδούλα όλες τις μελλοντικές γενεές να την μακαρίζουν; Το απάντησε από τότε η ίδια: « ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί , ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεία ὁ δυνατός καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ». Η άσημη κόρη της Ναζαρέτ, δεν έχασε τα μυαλά της, ούτε έπασχε από μεγαλομανία. Γνωρίζοντας τι συνέβαινε και τι «μεγάλο» ποιούσε ο παντοδύναμος Θεός μέσα της, έκφραζε τα λόγια που το Άγιο Πνεύμα που την είχε επισκιάσει, της υπαγόρευε να πει. Αυτό το Άγιο Πνεύμα που για δύο χιλιετίες θα καθοδηγούσε (και θα καθοδηγεί) τις μελλοντικές γενεές να την μακαρίζουν.

Με όλες αυτές τις σκέψεις κατά νου, επιστρέφουμε στον χαρακτηρισμό «Μητέρα του φωτός». Δεν γνωρίζουμε αν ποτέ σε κάποια άλλη θρησκεία ή παράδοση έχει χαρακτηριστεί μια γυναίκα με τέτοιο τρόπο. Μετά από όσα εκπληκτικά γράψαμε για το φως, είναι κατανοητό πόσο μεγάλη τιμή και δόξα , μπορεί να έχει κάποια για να προσφωνείται ως «μητέρα του φωτός». Και μάλιστα μια γυναίκα που με τα ανθρώπινα – κοσμικά κριτήρια δεν πέτυχε τίποτε ιδιαίτερο στη επίγειο ζωή της, αλλά έζησε ταπεινά και μυστικά εν ησυχία και απλότητι. Λέμε ότι ο ήλιος στέλλει το φως του και όλοι ξέρουμε πόσο θαυμαστό πράγμα (ακόμα και με τις κτιστές του διαστάσεις) είναι ο ήλιος. Πως μπορεί το φως να γεννηθεί από ένα γήινο πλάσμα;

Προφανώς το φώς, του οποίου μητέρα είναι η Παναγία, ταυτίζεται με αυτό που έγραψε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», δηλαδή ο Λόγος του Θεού. Και φυσικά αυτό το φώς είχε στο μυαλό του, ο εισηγητής του χαρακτηρισμού «μητέρα του Φωτός».

Η γέννηση αυτού του Φωτός δεν θα ήτο δυνατή, αν η πηγή δεν ήταν κατάλληλη. Η φύση του φωτός είναι ιδιαίτερη. Καταυγάζει τα πάντα, αλλά αρκεί ένα μικρό εμπόδιο, ένα μικρό φυλλαράκι, να κόψει την πορεία του και να δημιουργήσει αμέσως σκιά από πίσω. Για να είναι κάτι υλικό και όμως να αφήνει ελεύθερα το φως να περνά δια μέσου του, πρέπει να είναι απόλυτα καθαρό και διαφανές.

Η παρθένος Μαρία, αν και περιβεβλημένη υλικό σώμα, λόγω της απόλυτης καθαρότητας σώματος, ψυχής, νοός και αισθήσεων από κάθε εμπαθή και αμαρτωλή κίνηση και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που καθάρισε κάθε αμαρτωλή ροπή που φυσιολογικά είχε η ανθρώπινη φύση της (λόγω της προπατορικής αμαρτίας), κατέστη ιδανικό όργανο και μέσο, για να γεννήσει το αληθινό Φως, χωρίς να παρεμβληθεί κανένα ηθικό ή πνευματικό εμπόδιο, «μὴ ἔχουσα σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος.».

Όλοι ξέρουμε ότι το αισθητό φως της μέρας προέρχεται από τον ήλιο. Δεν μπορεί να έχουμε φως, χωρίς την παρουσία του ήλιου. Ακόμα και αν ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα, γνωρίζουμε ότι το φως από εκεί προέρχεται, έστω και αν δεν τον βλέπουμε. Παρόμοιο παράδειγμα χρησιμοποιεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:

῞Ωσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἐπὶ γῆς λαμπτήρων ὑελίνων ἤ τινος ἑτέρου τῶν διαφανῶν πεποιημένων οὐκ ἔνι πρὸς τὸ φῶς ἰδεῖν οὐδὲ ἐκεῖθεν ἀκτῖνος μετασχεῖν, εἰμὴ διὰ μέσου τοῦ λαμπτῆρος, οὕτω καὶ πᾶσιν ἀνέφικτος ἡ πρὸς Θεὸν ἀνάνευσις καὶ ἡ παρ᾿ αὐτοῦ πρός τι τῶν ἁπάντων πρόοδος, εἰ μὴ διὰ τῆς θεοφόρου ταύτης καὶ θεαυγοῦς ὡς ἀληθῶς λυχνίας, τῆς ᾿Αειπαρθένου, γένοιτο. «῾Ο Θεὸς γὰρ ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ οὐ σαλευθήσεται», δηλαδή

«Οπως συμβαίνει μὲ τοὺς λαμπτῆρες ἐπάνω στὴν γῆ, καμωμένους εἴτε ἀπὸ γυαλί εἴτε ἀπὸ ἄλλη διαφανῆ ὕλη, ποὺ δεν εἶναι δυνατὸ νὰ ἰδῆ κανεὶς τὸ φῶς, οὔτε νὰ δεχθῆ τὴν ἀπὸ ἐκεῖ ἀκτῖνα, παρὰ μόνο διὰ μέσου τοῦ λαμπτῆρος, ἔτσι εἶναι σὲ ὅλους ἀνέφικτη καὶ ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀτένισις καὶ τα ἀπὸ αὐτὸν χαρίσματα πρὸς ὁ,τιδήποτε, παρὰ μόνο ἂν γίνη δι᾿ αὐτῆς τῆς θεοφόρου καὶ θεόφωτης πραγματικὰ λυχνίας, τῆς ᾿Αειπαρθένου. Διότι «στὸ μέσο της εἶναι ὁ Θεὸς καὶ δὲν θὰ σαλευθῆ».

Κατ΄αναλογία, δεν μπορούμε να έχουμε σχέση με τον Χριστό χωρίς να είναι παρούσα η Παναγία, είτε την βλέπουμε, είτε όχι. Διότι ο Χριστός κατέστη δυνατό να σαρκωθεί και να αποκαταστήσει την σχέση του με τον άνθρωπο, δια μέσου της Παναγίας. Σε αυτό το πλαίσιο κατανοούμε τα λόγια του Αγίου Γερμανού, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

« Ει μη γαρ συ (Θεοτόκε), προηγού, ουδείς πνευματικός απετελείτο ̇ ουδείς εν πνεύματι τον Θεόν προσεκύνει . Τότε γαρ πνευματικός ο άνθρωπος, ότε συ, Θεοτόκε, Πνεύματος Αγίου κατοίκητήριον έγένου . Ουδείς θεογνωσίας ανάμεστος, ειμή διά σου, Παναγία ̇ ουδείς ο σωζόμενος, είμή διά σου , Θεοτόκε ̇ ουδείς κινδύνων ελεύθερος, ειμή δια σου, Παρθενομήτορ ̇ ουδείς ο έλεούμενος δωρεάν, είμή δια σου, Θεοχώρητε .» δηλαδή,

«Αν δεν προηγούσουν εσύ Θεοτόκε, κανείς δεν θα μπορούσε να γίνει πνευματικός άνθρωπος, και κανείς δεν θα προσκυνούσε τον Θεό εν Αγίω Πνεύματι. Τότε μόνο μπόρεσαν οι άνθρωποι να γίνουν πνευματικοί, όταν εσύ Θεοτόκε έγινες κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Κανείς δεν φτάνει στην γνώση του Θεού, χωρίς εσένα Παναγία. Κανείς δεν σώζεται χωρίς εσένα Θεοτόκε. Κανείς δεν ελευθερώνεται από τους κινδύνους χωρίς την βοήθεια σου Παρθενομήτωρ. Κανείς δεν τυγχάνει του δωρεάν ελέους του Θεού χωρίς την δική σου παρέμβαση Θεοχώρητε.»

Στο ίδιο φυσικά πνεύμα (και υπό του ιδίου Αγίου Πνεύματος φωτιζόμενος) ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ομολογεί:

«Οὐκοῦν αὕτη μόνη μεθόριόν ἐστι κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως, καὶ οὐδεὶς ἂν ἔλθοι πρὸς Θεόν, εἰ μὴ δι᾿ αὐτῆς τε καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς τεχθέντος μεσίτου· καὶ οὐδὲν ἂν ἐκ τοῦ Θεοῦ τῶν δωρημάτων, εἰμὴ διὰ ταύτης, γένοιτο καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις», δηλαδή

«Λοιπὸν ἐκ τούτων ἁπάντων συμπεραίνομεν πὼς μόνη ἡ Παρθένος εἶναι μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τὴν κτιστὴν καὶ ἄκτιστον φύσιν, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Θεόν, παρὰ διὰ μέσου αὐτῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος μεσίτου Χριστοῦ· καὶ κανένα χάρισμα δὲν ἠμπορεῖ νὰ δοθῆ μήτε εἰς τοὺς ἀγγέλους, μήτε εἰς τοὺς ἀνθρώπους παρὰ διὰ μέσου της.»

Αυτές τις μέρες του Αυγούστου, νιώθουμε νύν εγγύτερον ημίν την Θεοτόκον. Οι καθημερινές παρακλήσεις στην χάρη της, σφραγίζουν τον μήνα Αύγουστο και μας οδηγούν στην πανένδοξο ημέρα της Κοίμησης της. Η Θεοτόκος έζησε την ζωή της στην σιωπή και στο μυστήριο. Ακόμα και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης πολύ λίγα πράγματα μας εξιστορούν για τη ζωή της. Αυτή « διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» , αλλά δεν παρουσιάζεται στο προσκήνιο για να διεκδικήσει κάποιο εμφανή ρόλο στην πρώτη εκκλησία, παρόλο που απολαμβάνει μεγάλου σεβασμού από όλους τους μαθητές του Χριστού. Συνεχίζει την αγία ζωή της με ταπείνωση και ησυχία, ακόμα και μετά την ανάσταση του Υιού της. Όταν όμως ήρθε η ώρα του θανάτου, τότε έπρεπε η έξοδος να είναι αντάξια των μεγάλων μυστήριων τα οποία υπηρέτησε στην ζωή της. Και τότε κινητοποιείται ο ουρανός και η γή. Ο χορός των Αποστόλων, «ἐκ περάτων, συναθροισθέντες Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ». Ο χορός των Αγγέλων και πασών των επουρανίων δυνάμεων, «δορυφορούντων Ἀγγέλων σοι, Ἀρχῶν καὶ Δυνάμεων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, καὶ ἁπάσης τῆς κτίσεως», και ούτως ειπείν « πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, η εὐκλεὴς Παρθένε μνήμη σου.» Και στο μέσο των συγκεντρωθέντων , ο Υιός της. Το να βλέπεις έναν άνθρωπο να τιμά και να στηρίζει την γριά μητέρα του, είναι σε πανανθρώπινο επίπεδο κάτι συγκινητικό, αφού όλοι οι άνθρωποι νιώθουν και τιμούν την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη των παιδιών στο πρόσωπο της μάνας. Όταν όμως βλέπουμε τον ίδιο τον Θεό, «ον πάντα φρίσσει και τρέμει από προσώπου της δυνάμεως Του» να κατέρχεται εξ ουρανών για να παραλάβει την άχραντη ψυχή της μητέρας Του, τότε η συγκίνηση μετατρέπεται σε ιερό δέος, σε θάμβος και έκσταση. Την σκηνή περιγράφει εναργέστατα ο ύμνος που ψάλλουμε: « Ἐξίσταντο Ἀγγέλων αἱ δυνάμεις, ἐν τῇ Σιὼν σκοπούμεναι, τὸν οἰκεῖον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχὴν χειριζόμενον· τῇ γὰρ ἀχράντως τεκούσῃ, υἱοπρεπῶς προσεφώνει. Δεῦρο Σεμνή, τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ συνδοξάσθητι.» Ακόμα και οι Άγγελοι ένιωθαν έκπληξη βλέποντας αυτή την άκρως συγκινητική στιγμή, τον ίδιο τον Δεσπότη τους, ως οφειλέτη υιό, να έρχεται προσωπικά και να υποδέχεται στα ουράνια θεία σκηνώματα , αυτήν που τον υποδέχτηκε και τον κράτησε στα σπλάχνα της και στην αγκαλιά της, τον θήλασε και τον μεγάλωσε, δίνοντας του την δυνατότητα να εργαστεί την σωτηρία του πλάσματος Του.

Και μόνο αυτή η στιγμή εξηγεί γιατί η Θεοτόκος είναι τιμιωτέρα απάσης της κτίσεως, γιατί χρωστούμε να την μακαρίζουμε πάσαι αι γενεαί, γιατί ο Υιός της ικανοποιεί κάθε της αίτημα, όταν υψώνει προς αυτόν «χεῖρας τὰς Θεὸν ἠγκαλισμένας» και εύχεται για τον κόσμο και γιατί η εκκλησία μας καθημερινά, σε όλες τις μέρες του χρόνου την ανυμνεί και την επικαλείται.

Και εμείς μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ας μάθουμε να ζητούμε ακατάπαυστα από αυτήν που είναι «μητέρα του Φωτός» , να φωτίσει το σκοτάδι που κυριαρχεί στις ψυχές μας, αποστέλλοντας μας το φώς του Υιού Της. Αναμφίβολα, όποιος είναι κοντά στην Μητέρα του Φωτός, κάποια στιγμή θα δει και το αληθινόν φως του Υιού της. «῾Ο Θεὸς γὰρ ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ οὐ σαλευθήσεται».

Ομιλίες

 Ομιλία Μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτη στο επιτάφιο μνημόσυνο εις τον αείμνηστον ιερέα π. Γρηγόριο και την ομόζυγον αυτού πρεσβυτέρα Χριστίνα

Ομολογώ, αισθάνομαι ότι άφησα ένα κενό που δεν ομίλησα στην επικήδειον ακολουθία ούτε εις τον έναν ούτε εις τον άλλον. Ο λόγος είναι ότι την κηδείαν του μακαριστού πατρός Γρηγορίου ετίμησε με την παρουσίαν του ο πανιερώτατος Μητροπολίτης μας κ. Βαρνάβας, ο οποίος και εξεφώνησεν επικήδειον λόγον. Ασφαλώς, παρουσία της ιεράς κεφαλής, δηλαδή του Μητροπολίτου μας, επιβαλλόταν η σιωπή. Όσον αφορά την αείμνηστον πρεσβυτέρα και αγαπημένη αδελφή Χριστίνα, ενώ είχα την πρόθεση, όμως για πρώτη φορά σε κηδεία ήμουν τόσο φορτισμένος ώστε δυσκολευόμουν να εκφραστώ.

Ο αείμνηστος π. Γρηγόριος καταγόταν από το χωριό Τσέρι. Γεννήθηκε το 1952 από γονείς ευσεβείς, τον Χαράλαμπον και τη Μαρία. Τελείωσε την Τεχνική Σχολή με άριστα και έγινε μηχανικός αυτοκινήτων. Το 1973 νυμφεύθηκε την αδελφή μου Χριστίνα, με την οποίαν διαβιούσαν ευσεβώς και ο Θεός τους χάρισε τέσσερα χαριτωμένα αγόρια, Τον Αντρόνικο, τον Γιώργο, τον Χαράλαμπο και το Νικόλα. Μυστικός πόθος το π. Γρηγορίου ήταν παιδιόθεν, να γίνει ιερέας, αλλά οι συγκυρίες δεν το επέτρεπαν. Γι’ αυτό τον σκοπό ούτε καν λόγον δεν έκανε στην ομόζυγόν του.

Όταν το 1994 για πρώτη φορά ήλθα στην Κύπρο ύστερα από 30 χρόνια από το Άγιον Όρος, τότε ο αείμνηστος ξεθάρρεψε να ανακοινώσει, παρουσία μου, ότι σκοπεύει να γίνει παπάς. Αντιλαμβάνεστε ότι η αδελφή μου έπεσε από τα σύννεφα. Της φάνηκε αστείο. Όταν όμως είδε ότι σοβαρολογούσε, του λέγει με το δίκιο της: «Το ξέρεις ότι έχουμε τέσσερα παιδιά στην εφηβεία και όλοι σπουδάζουν. Θα μπορείς να είσαι παπάς και μηχανικός για να βγάζουμε τόσα έξοδα;» Της λέει: «Όχι». «Και τι θα κάνεις;» Απάντηση: «Θα κλείσω το μηχανουργείο, θα πάω σε Ιερατική Σχολή και ο Θεός είναι μεγάλος».

Λογικό ήταν να μην συγκατατεθεί με τίποτα. Εγώ έφυγα πίσω για τον Άγιον Όρος, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ συγκατένευσα διότι το είδα πολύ δύσκολο, γι’ αυτό προτίμησα να σιωπήσω. Κι όμως, φαίνεται κάτι μεσολάβησε στην ψυχή της Χριστίνας. Αλλοιώθηκε την δεξιά αλλοίωση του Υψίστου και από μόνη της του λέγει μια μέρα: «Δέχομαι να γίνει παπάς». Μόλις άκουσε ο π. Γρηγόριος, δεν χάνουν καιρό. Τρέχουν στον τότε Μητροπολίτη Κυτίου Χρυσόστομο και τον ενημερώνουν. Εκείνος πάλι τους έστειλε αμέσως στον αείμνηστο Άγιον Ηγούμενο Σταυροβουνίου Αθανάσιο, να κρίνει και να δώσει την γνωστήν απαραίτητη συμμαρτηρία. Ο Άγιος αυτός Γέροντας, κατόπιν εξομολογήσεως, τους έδωσε γραπτή συγκατάθεση, ότι αμφότεροι (και οι δύο) ήσαν κατάλληλοι της ιεροσύνης. Δεν άργησε τον ίδιο χρόνο ο Γρηγόριος, αφού πρώτα έγινε ιεροσπουδαστής, προεχειρίστη διάκονος και κατόπιν ιερέας για την Κοινότητα Μαρωνίου.

Όμως, αφού έκλεισε το μηχανουργείο, μετέβη στην Ιερατική Σχολή επί σχολαρχείας του αειμνήστου αρχιμανδρίτου Διονυσίου Κυκκώτη, όπου αποφοίτησε με άριστα. Έκτοτε, ανέλαβε υπεύθυνα ποιμαντικόν έργον. Το πρώτο που κατόρθωσε ήταν να επιβάλει τάξη στην εκκλησία. Ο προκάτοχός του αείμνηστος π. Ιωάννης ήταν κατά γενικήν μαρτυρία, ένας άγιος κληρικός και είχε πολλήν υπομονή και ανοχή. Όμως, ο π. Γρηγόριος δεν ανεχόταν πλέον ψιθυρισμούς και ομιλίες στη διάρκεια της ιεράς ακολουθίας, γι’ αυτό και σύντομα επέβαλε τάξη.

Αν και προσπαθούσε με κάτι να ασχολείται συνέχεια, διότι τα έξοδα ήσαν πάρα πολλά, όμως είχε μίαν αρχή: όποιος τον φώναζε ο,τιδήποτε ώρα: «Παπά μου, έλα να κοινωνήσεις άρρωστο ή να κάνεις αγιασμό, μνημόσυνο, ευχέλαιο» κλπ, τα παρατούμε όλα και έτρεχε αμέσως. Και το επίσης σημαντικό ήταν, ποτέ δεν ζήτησε από κανέναν την παραμικρή αμοιβή. Βεβαίως, πολλοί του έβαζαν από μόνοι τους κάτι στην τσέπη. Όμως ο ίδιος δεν ζήτησε ούτε ακούστηκε να δυσφορήσει, να πει «Ου, τώρα βρήκε να αφήσω την δουλειά» κλπ.

Στο διάστημα της ιερατικής του σταδιοδρομίας μεσολάβησε και ένα δυσάρεστο γεγονός. Έχασε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του, το Γιώργο, σε ηλικία 28 ετών, έγγαμο πατέρα ενός τέκνου. Ήταν δυσβάσταχτος ο σταυρός, αλλά τον σήκωσαν γενναία αμφότεροι. Συνέχισαν μάλιστα να θεωρούν νύφη τους τη γυναίκα του Γιώργου και μάλιστα οι ίδιοι την προέτρεψαν, επειδή ήταν νέα, να ξαναπαντρευτεί. Είχε μάλιστα και το σθένος ο αείμνηστος να την στεφανώσει με το νέο σύζυγο.

Στα πλαίσια του ποιμαντικού του έργου, εκτός ότι επέβαλε, υποδειγματικήν τάξην εις την ενορία, συνήψε πολύ στενές αδελφικές σχέσεις με τις γειτονικές κοινότητες. Μάλιστα καθιέρωσε να μεταβαίνει στις πανηγύρεις των γειτονικών χωριών, πράγμα που μιμήθηκαν ομοίως και οι γείτονες ιερείς. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, δημιουργήθηκε ένας στενός σύνδεσμος αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ τους.

Δραστήριος όπως ήταν στον χαρακτήρα του, διέθεσε το δυναμικόν του στον ανακαινισμό, εξωραϊσμό και αναπαλαίωση τόσον του κεντρικού ναού του Αγίου Γεωργίου όσον και του κοιμητηρίου, αλλά και των Αγίων Αναργύρων.

Υπάρχουν ερείπια ιερού ναού του Αγίου Νικολάου στην περιοχή που λέγεται Πετρερά. Από την πρώτη στιγμή μπήκε μέσα του, του πατρός Γρηγορίου, ο πόθος να αναστηλώσει τον πανάρχαιον αυτό ναό, που αποδίδεται στον 6ον αιώνα. Δυστυχώς όμως, ως συνήθως, στάθηκε αυστηρώς αντίθετο το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Όμως και ο αείμνηστος δεν παραιτήθηκε. Στην ίδια περιοχή και σε ακτίνα μόλις περίπου 150 μέτρων, υπάρχει ένας πανοραματικός λόφος που ανήκει στην εκκλησία του χωριού. Εκεί ανήγειρεν εκ βάθρων τον περίβλεπτον ναό του Αγίου Νικολάου, ένα πραγματικό κόσμημα και καύχημα του χωριού μας. Σημειωτέων μάλιστα ότι όλα αυτά τα πολυδάπανα έργα και για όσα άλλα, δεν επιβάρυνε ούτε το ταμείο της εκκλησίας ούτε και τους ενορίτες με εράνους και δίσκους. Με την έναρξη κάθε έργου προνοούσε ο Θεός να βρει και τα χρήματα και τα υλικά και μαστόρους κλπ. Τελείωσαν όσα έργα έκανε και έμειναν και χρήματα στο ταμείο.

Στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω ότι σε όλα όσα ανιδιοτελώς προσέφερε ο αείμνηστος έβρισκε πάντα σύμφωνη και την πρεσβυτέρα. Ποτέ δεν ακούστηκε να δυσφορεί ότι αφήνει τις δουλειές του και ασχολείται με την εκκλησία ανιδιοτελώς.

Αλλά αν είχα να ασχοληθώ και με τις αρετές της πρεσβυτέρας, επιλήψει μου ο χρόνος. Τι πρώτο να πω; Για το πρόσχαρο, για την αγάπη της, για τη φιλοξενία, για τις τόσες ελεημοσύνες, όσες γνωρίζω και όσες πολύ περισσότερες άγνωστες. Τους υπαλλήλους τους αντιμετώπιζε με μητρική αγάπη και τους μεταχειριζόταν σαν παιδιά της. Πώς να ξεχάσω την τόσην καλοσύνη σε μένα τον ίδιο; Πόσο χαιρόταν όταν φιλοξενούσα τους φίλους μου χωρίς ποτέ να καταδεχτεί ούτε δεκάρα, ούτε από μένα ούτε από αυτούς! Με πολλή αγάπη και υπομονή αντιμετώπιζε και τον αγαπητό μου αδελφό Χρήστο που δυστυχώς η ολέθρια εισβολή του άφησε κατάλοιπα όταν βρισκόταν στο μέτωπο. Επιλήψει μου ο χρόνος. Αλλά ας αρκεστώ ως εφώ προσφέροντας σαν ένα νεκρολούλουδο στον τάφο σας αγαπητή μου αδελφή Χριστίνα και αγαπητέ μου π. Γρηγόριε. Και ας είναι αιωνία σας η μνήμη.


Ομιλίες

 Ομιλία εις την εις διάκονόν χειροτονίαν του π. Γεωργίου Παπαγεωργίου

Ευλογημένοι εν Χριστώ αδελφοί,

Αγαπητέ, π. Γεώργιε

Σήμερα εις την απόδοση της εορτής της Πεντηκοστής, ψάλλαμε για τελευταία φορά φέτος τα λόγια του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού.

«Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις, 
Λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι, 
Ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην».

Έχουμε διανύσει το σύνολο των μεγάλων δεσποτικών εορτών (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Σταύρωση, Ταφή, Ανάσταση, Ανάληψη), όπου ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ενήργησε όλα τα αναγκαία, που η άπειρος σοφία του Θεού ευδόκησε στο σχέδιο της Θείας Του οικονομίας προς σωτηρία και ανακαίνιση του πεσόντος ανθρώπου. Όμως, όπως θυμόμαστε τότε εις την επί γης παρουσία Του, οι μαθητές Του, ενώ ήταν αυτόπτες μάρτυρες όλων των γεγονότων (λόγων και έργων του διδασκάλου τους) δεν συνειδητοποιούσαν και δεν ενεργούσαν ανάλογα με την μέγιστη δωρεά και χάρη που πήγαζε από αυτά τα γεγονότα. Θυμόμαστε ότι ακόμα και μετά την αναγγελία της Ανάστασης του Χριστού από τις μυροφόρες «ἦσαν οἱ Μαθηταὶ συνηγμένοι, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων». Μόνο όταν ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις του Παναγίου Πνεύματος έγινε η οθνεία άλλοίωσις, μια παράξενη αλλαγή μέσα τους «καὶ θάρσος ἔλαβον, οἱ πρῴην δειλιῶντες ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον σήμερον ἐξ ὕψους, κατῆλθεν… γλῶσσαι γὰρ διεσπάρησαν, ὁρώμεναι ὡσεὶ πυρός, καὶ τούτους οὐ κατέφλεξαν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐδρόσισαν.» Φωτιά που δεν καίει αλλά δροσίζει και φωτίζει. Και τότε «Λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι» ξεκίνησαν την πορεία του κηρύγματος : «Ῥήτρας ἐξέφηνε τοὺς ἀγραμμάτους, Ἅλις σοφιστὰς συστομίζοντας λόγῳ, Καὶ τῆς βαθείας νυκτὸς ἐξαιρουμένους, Λαοὺς ἀπείρους, ἀστραπῇ τοῦ Πνεύματος.» Οι αγράμματοι ψαράδες μετετράπησαν σε ρήτορες και σοφούς που με τον λόγο τους έλκυσαν άπειρους λαούς από την νύχτα της αθεΐας στο φως του Αγίου Πνεύματος.

Είναι πραγματικά θαυμαστό, πώς ενεργούν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός σαρκώνεται , αλλά ἡ σάρκωση γίνεται «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Το Άγιο Πνεύμα επιφοιτεί εις τους Αποστόλους , αλλά είναι ο Λόγος που το αποστέλλει «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς». Ο Λόγος εκπληρεί την Θείαν Οικονομία, αλλά είναι το Άγ. Πνεύμα που ενδύει του μαθητάς δύναμιν εξ ύψους και τους οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν, για να κατανοήσουν το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Πόσο δίκαιο είχε ο νεοφανής Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης όταν έγραφε , εξ ιδίας εμπειρίας ότι «εν Πνεύματι Αγίω γνωρίζεται ο Κύριος …και εν τω ουρανώ και επι της γής ο Κύριος γνωρίζεται μόνον εν Πνεύματι Αγίω και ουχί δια της επιστήμης».

Και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι ισότιμα, ομότιμα και παντοδύναμα, αλλά ενεργούν το ένα σαν να συμπληρώνει το άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι το ένα «χρειάζεται» το άλλο. Αυτό είναι μέγιστο μάθημα για μας τους αδύνατους και αμαρτωλούς που ανήκουμε στην εκκλησία του Τριαδικού Θεού. Αν αυτά τα τρία παντοδύναμα και πάνσοφα πρόσωπα αλληλοσυμπληρώνονται στην ενέργεια τους προς τους ανθρώπους, κατά μείζονα λόγον ημείς λειτουργούντες μέσα στην εκκλησία, που αυτά τα Πανάγια Πρόσωπα συνέστησαν και συγκροτούν, πρέπει να δρούμε αλληλοβοηθούμενοι και αλληλοστηριζόμενοι. Οι πράξεις και τα λόγια του ενός να μην είναι και να μην εκλαμβάνονται ως απειλή ή κίνδυνος για τον άλλο, αλλά στήριξη και ενίσχυση. Αντίθετα, κατανοούμε πόσο τραγικό φαίνεται στα μάτια του Θεού μας, όταν αντί να ενεργούμε έτσι όπως μας έδειξε, εμείς οι ασήμαντοι και ευτελείς κατηγορούμε και να συκοφαντούμε ο ένας αδελφός τον άλλο με κάθε λογής προφάσεις.

Π. Γεώργιε

Σήμερα σε αυτόν το άγιον οίκον , όπως τότε στο υπερώο, δέχθηκες αυτή τούτην την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος η οποία σε αλλοίωσε με τρόπον άρρητον και μυστικόν και σε κατέστησε ικανόν να διακονείς τα μυστήρια του Θεού. Η Χάρις που δέχθηκες είναι μεγίστης σημασίας , διότι αν ακόμα και για την Πανυπέραγνον Θεοτόκον, της πάσης καθαρότητας επέκεινα, χρειαζόταν να κατέλθει επ’αυτής το Πνεύμα το Άγιον, για να την ετοιμάσει να γίνει χωρίον του αχωρήτου, κατανοείς πόσο σημαντική είναι στην περίπτωση ημών των αμαρτωλών και εσένα εν προκειμένω, να έχουμε την αυτή Χάριν για να ψηλαφούμε αυτόν, που «πυρ υπάρχει και φλέγει αναξίους» χωρίς να καταφλεγόμεθα, όπως η βάτος η αφλέκτως καιομένη. Θυμάσαι όμως, ο Μωυσής όταν δοκίμασε να πλησιάσει την βάτον , εδέχθη εντολήν: «μή ἐγγίσῃς ὧδε, λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί.» Με τα υποδήματα του ο Μωυσής πατούσε οπουδήποτε και έκανε οτιδήποτε ως συνηθισμένος άνθρωπος. Πριν όμως εγγίσει την αγία γην, του ζητείται να τα αποχωριστεί. Πλέον δεν θα είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά θα ομιλεί με τον Θεό «ενώπιος ενωπίω», όπως μιλάει κάποιος «προς τον εαυτού φίλον». Δεν μπορούμε με τα παλαιά υποδήματα μας , « Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως να περιπατούμεν». Ο Απ. Παύλος θα το αναδιατυπώσει «απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν». Χρειάζεται μια εσωτερική ανακαίνιση για να αναβούμε εις το όρος το Άγιον, χρειάζεται μια προσμονή και υπομονή για να κατέλθει το Πνεύμα το Άγιον, όπως και στους μαθητές: «ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους…Καὶ αὐτοὶ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν». Αυτή η προσμονή στην Ιερουσαλήμ, η διαπαντός εν τω Ιερώ παραμονή, η συνεχής δοξολογία τού Θεού, ετοιμάζει τον άνθρωπο για την ευπρεπεστάστην οθνείαν αλλοίωσιν.

Εσύ π. Γεώργιε, είχες την ιδαίτερη ευλογία του Θεού να βρεθείς σε μια ευσεβή οικογένεια, ώστε ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν. Ανετράφης εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Στις σπουδές σου επέλεξες να σπουδάσεις, έστω ακαδημαϊκά, τον Λόγον του Θεού, «πᾶσαν γραφὴν θεόπνευστον καὶ ὠφέλιμον πρὸς διδασκαλίαν». Ακολούθως στο Ψαλτήρι ήσουν διαπαντὸς, αἰνών καὶ εὐλογών τὸν Θεόν». Ο Θεός σου άρμοσε σύζυγο ευσεβή και δυνάμενη να σε στηρίξει στο δύσκολο έργο, που ως παντογνώστης Θεός γνώριζε ότι θα ακολουθούσες. Αυτά σου τα λέμε, διότι σύμφωνα με τον Άγιον Μάρκον τον Ασκητή, ο άνθρωπος πρέπει να αναλογίζεται τας ευεργεσίας του Θεού από τον καιρό της γεννήσεως του, ότι αυτός τον διέτρεφε , τον σκέπαζε και τον προστάτευε, προνοώντας με κάθε τρόπο γι αυτόν. Γι αυτό και εσύ μη επιλανθανόμενος πάσας τας ανταποδώσεις αυτού, ήρθες σήμερον λέγοντας «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν μοι;». Προσφέρεις τον ευατόν σου στην διακονίαν του Ευεργετού των όλων Θεού. Τα δώρα και τα τάλαντα με τα οποία σε χαρίτωσε ο Θεός, ήρθες σήμερα να τα διαθέσεις και να τα καταστήσεις πολυπλάσια στην υπηρεσία Αυτού και της εικόνας Του, δηλαδή των συνανθρώπων σου. Του λέγεις «τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» σοί προσφέρω Κύριε». Και αυτός, ως συνήθως, αποστέλλει το Πανάγιον Του Πνεύμα ίνα πάρει τον αδύνατον, τον γήινον, τον αμαρτωλόν Γεώργιον και τον καταστήσει ουράνιον. Και προς τούτο, ακούσε τον Χρυσορρήμονα Ιωάννη «Η γάρ ιερωσύνη τελείται μεν επί της γής, τάξιν δε επουρανίων έχει πραγμάτων. Ου γαρ άνθρωπος, ουκ άγγελος, ουκ αρχάγγελος, ουκ άλλη τις κτιστή δύναμις, αλλ΄αυτός ο Παράκλητος ταύτην διετάξατο την ακολουθίαν και έτι μένοντας εν σαρκί, την των αγγέλων έπεισε φαντάζεσθαι διακονίαν». Ακούεις ότι, αγγελικής διακονίας ομότιμος είναι η σημερινή σου αρχή. Με αυτή την επίγνωση να πορεύεσαι από εδώ και πέρα, ενθυμούμενος ότι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος στην περίπτωση των λειτουργών του Θεού, έλκεται από δύο κυρίως αρετές, όπως μας δίδαξε και η περίπτωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία διακόνησε όσον κανείς άλλος στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας: Πρώτον από την καθαρότητα ψυχής και σώματος και δεύτερον, φυσικά, από την Θεομίμητον ταπείνωση.

Σου εύχομαι π. Γεώργιε εκ βάθους καρδίας, η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να ενεργεί και να ευαρεστείται πάντοτε και στα έργα σου και στα λόγια σου, ώστε να προκαλεί δια σού στους αδελφούς σου, αυτήν την καλήν αλλοίωσιν, που όλοι οι Χριστιανοί ως τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας ποθοῦμεν και επιζητούμεν, ἵνα συνημμένοι αυτώ, « Ἰσοσθενοῦσαν τὴν ἄτμητον εἰδότες, Σοφὴν τρίφεγγον οὐσίαν δοξάζομεν.»


Ομιλίες

 ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΑΒΒΑ ΕΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ

Τέκνον ἐν Κυρίῳ, ἱερομόναχε Σάββα,

Ἡμέρα χαρμόσυνος ἡ σημερινή, τόσο γιὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πολὺ περισσότερο ὅμως γιὰ σένα. Σήμερα, καὶ σὲ συνέχεια τῆς χθεσινῆς ἡμέρας τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάσαμε τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν ἐγκαινιασμὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τιμοῦμε τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, «τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Οἱ ἄνθρωποι πλέον δύνανται νὰ μετέχουν στὰ κρείττονα, τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ τὴν Πεντηκοστή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ τρόπος τῆς ἔλευσής του, ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες ἀναπαύθηκαν ἐπὶ τῶν μαθητῶν στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀποδεικνύει ἀφενὸς τὸ μεγαλεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφετέρου κρύβει καὶ ἕνα συμβολισμό: α) οἱ γλῶσσες παρουσιάζονται ὡς πύρινες. Τοῦτο διότι ὁ Θεὸς εἶναι πῦρ, τὸ ὁποῖο κατακαίει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ μοχθηρία τῶν ἀνθρώπων, β) οἱ πύρινες γλῶσσες μερίστηκαν στοὺς παρευρισκομένους, δείχνοντας τὸ διάφορο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γ) τὸ ὅτι τὸ πῦρ στάθηκε στὶς κεφαλὲς τῶν μαθητῶν δείχνει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται στὴν ἁγιότητα τῶν ἐκλεκτῶν καὶ τῶν ἀγωνιστῶν στὴν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δ) ὅταν οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθαν, οἱ μαθητὲς βρίσκονταν στὸ ὑπερῶο, δηλαδὴ σὲ ἕνα ὑψηλὸ μέρος. Τοῦτο ὑποδηλώνει τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ χαμηλά, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Ἄλλωστε καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸ ὑπερῶο, δείχνοντας ὅτι ἡ μετοχὴ σὲ αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὴν προσπάθεια πνευματικῆς ἀνύψωσης τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Πεντηκοστὴ ἑορτάζεται ὀρθὰ ὅταν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι βιώνουμε κατὰ τὸν ὀρθὸ τρόπο. Ὅπως πολὺ παραστατικὰ μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «νὰ ἐξομολογηθῆτε ἀδελφοί μου καθαρά, νὰ μεταλάβετε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ μὲ εὐλάβειαν καὶ τότε θὰ σᾶς φωτίσει ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Μᾶς λέει δηλαδὴ ὅτι πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ, νὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ Θεὸν καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ θησαυρίσουμε στὴν ψυχή μας τὰ ἀμετάβλητα ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀγαπητὲ πάτερ Σάββα,

Λαμβάνεις σήμερα τὸν δεύτερο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, τὸ οὐράνιο δῶρο νὰ συγκαταλέγεσαι ἀνάμεσα στοὺς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο δηλώνει καὶ τὴ θερμὴ πίστη καὶ τὴν ἀγωνιστικότητα, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ σὲ χαρακτηρίζουν. Οἱ πιστοὶ καὶ ἀγωνιστὲς ἄνθρωποι, λέγει ὁ Κύριος, λαμβάνουν μὲ ἀφθονία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μετατρέπονται σὲ πηγὴ ζωῆς: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν».

Πράγματι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός, χορηγεῖ τὰ πάντα στοὺς ἀνθρώπους, ἀναβλύζει τὴν προφητεία, καθιστᾶ τέλειους τοὺς ἱερεῖς, προσδίδει σοφία στοὺς ἀγραμμάτους. Δὲν ἐπεσκίασε μόνο τοὺς προφῆτες στὴν παλαιὰ ἐποχή, δὲν ἐμφανίστηκε μόνο τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἔπειτα ἔφυγε, δὲν εἶναι μόνο ἡ δόξα τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὴ δύναμη ἐπιτέλεσης τῶν μυστηρίων, ἀλλὰ συνιστᾶ, συγκροτεῖ, τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διαρκὴς παρουσία του κάνει τὴν Ἐκκλησία μία διαρκῆ Πεντηκοστή. Μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι δὲν λαμβάνουν μία παροδικὴ ἔλλαμψη, ἀλλὰ γίνονται καὶ αὐτοὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅπως ἀκριβῶς ὁ σίδηρος -μᾶς διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος- ὅταν πυρακτωθεῖ ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητες τοῦ πυρὸς καὶ ἐνῷ παραμένει σίδηρος ἀντανακλᾶ τὸ φῶς καὶ τὴν ἔλλαμψη γύρω του, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πυρακτώνεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθίσταται πνευματοφόρος καὶ ντύνεται δύναμη ἐξ ὕψους. Ἀποκτᾶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια, καρδία «γαληνόμορφον», λόγο ἤπιο καὶ συγκροτημένο «ἅλατι ἠρτυμένο». Σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση εὑρισκόμενος ὁ χαριτωμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄνθρωπος καθίσταται λιμὴν ἀνάπαυσης καὶ παρηγοριᾶς γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀντανακλῶντας πρὸς αὐτούς -ὅπως ἀκριβῶς ὁ πυρακτωμένος σίδηρος- τὴ θεία ἔλλαμψη.

Τοῦτοι οἱ χαριτωμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄνθρωποι εἶναι πολύτιμοι γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελοῦν φωτεινοὺς φάρους γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι μόνο ἀποδεικνύουν μὲ τὴ δική τους ζωὴ τὴν πραγματικότητα τῆς πίστης μας, καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑποδεικνύουν καὶ τὸν σωστὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Φέροντες οἱ ἴδιοι τὸν ἁγιασμὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡσὰν νὰ κηρύττουν σιωπηλὰ ὅτι αὐτὰ τὰ ἁγιοπνευματικὰ χαρίσματα μποροῦν νὰ ἀποκτηθοῦν ἀπὸ ὅλους, φτάνει βέβαια νὰ ὑπάρχει ὁ ἀνάλογος ἀγῶνας καὶ ὁ θεῖος πόθος.

Ἐπιπλέον οἱ πνευματοφόροι ἄνθρωποι προσφέρουν μιὰ ἄλλη πραγματικότητα ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ὅλοι βλέπουμε καθημερινά. Ἡ δική τους ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸν ἀντίποδα στὴν ἐκμετάλλευση τοῦ συνανθρώπου, τὴν ἀδικία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὴ φιλαυτία. Ἡ εἰρήνη ποὺ βιώνουν καὶ ἀντανακλοῦν γύρω τους ἐλέγχει τὸ μῖσος ποὺ λίγο ἢ πολὺ κυριαρχεῖ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ ἄλλου καὶ τὴν καταδυνάστευσή του. Ἡ χαρὰ τῆς καρδίας τους ἀναιρεῖ τὴν πολλὴ ταραχὴ ποὺ βιώνει ὁ πολὺς κόσμος στὴν καθημερινότητά του καὶ διορθώνει τὸ ἄγχος ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ.

Ἀγαπητὲ πάτερ Σάββα,

Τὸ ἔργο τοῦ κληρικοῦ βρίθει δυσκολιῶν, πειρασμῶν καὶ θλίψεων, καθὼς εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του: «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων». Νὰ στρέφεσαι σὲ κάθε περίσταση στὸν Κύριο καὶ νὰ ζητεῖς τὴ βοήθειά του, ἔχοντας κατὰ νοῦ τὴ δική του ὑπόσχεση ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας «πάσας τῆς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καθὼς καὶ στοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μεσιτεύουν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Εὔχομαι καὶ προσεύχομαι νὰ καταστεῖς πνευματοφόρος ἱερέας καὶ νὰ ἀναδίδεις Χριστὸ στὸν πλησίον σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος νὰ εἶναι βοηθός σου! Ἀμήν.


Ομιλίες

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ 
 ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΛΟΪΖΟΥ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Αγαπητέ π. Λοΐζο,

Όταν ο Θεός ήθελε να χρίσει κάποιους άνδρες βοηθούς του Μωϋσέως στη διοίκηση του λαού του Θεού, του είπε: «συνάγαγέ μοι ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων ᾿Ισραήλ, …καὶ ἄξεις αὐτοὺς πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ στήσονται ἐκεῖ μετὰ σοῦ … καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετὰ σοῦ καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπιθήσω ἐπ’ αὐτούς». Ο ίδιος ο Θεός κατεβαίνει στη σκηνή του μαρτυρίου, ομιλεί μετά του Μωϋσέως, αλλά όταν είναι να χρίσει τους άνδρες, αυτός ο ίδιος ο παρών Θεός, δεν δίνει απ’ ευθείας το πνεύμα Του σ’ αυτούς, αλλά παίρνει από το πνεύμα του Μωϋσέως και τους δίνει. «Ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπιθήσω ἐπ' αὐτούς». Και αυτό έγινε. Η πράξη αυτή φυσικά δεν είναι τυχαία. Το πνεύμα του Μωϋσέως, ποιος του το έδωσε; Φυσικά ο ίδιος ο Θεός. Και τώρα παίρνει από το ίδιο αυτό πνεύμα και το δίνει στους επιλεγμένους πρεσβυτέρους του λαού, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το πνεύμα του Θεού που αναπαύεται στους εκλεκτούς του λαού είναι ένα και το αυτό. Αυτά βέβαια έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, ως τύπος αυτού που θα ερχόταν στην Καινή Διαθήκη. Με αυτή την πράξη ο Θεός εγκαθιδρύει τον θεσμό της διαδοχής και της συνέχειας της ιερατικής χάρης. Σήμερα, ζώντας στον καιρό της χάριτος, όλοι γνωρίζουμε ότι το πνεύμα του Θεού, είναι αυτό το Ζωοποιό Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο όλον συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Η επίθεση των χειρών (η λεγόμενη χειροτονία) είναι το απτό σημάδι ακριβώς, αυτής της μετάδοσης του Αγ. Πνεύματος από τον έναν στον άλλο. Ο κανονικός επίσκοπος ως φορέας της ιερατικής χάριτος του Αγίου Πνεύματος τη μεταδίδει στον νέο χειροτονούμενο πρεσβύτερο. Αυτό το θεοπαράδοτο μυστήριο μας εγγυάται την αλήθεια του γεγονότος, (και αυτή είναι πραγματικά δωρεά του Θεού), ότι όντως κατά την επίθεση των χειρών του επισκόπου το Άγιο Πνεύμα μεταδίδεται στον χειροτονούμενο, ανεξαρτήτως της αγιότητάς ή της αξίας του επισκόπου ή του χειροτονούμενου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και κατά την τέλεση όλων των μυστηρίων υπό των επισκόπων και ιερέων. Ο Θεός θέλησε, όπως διά του υλικού στοιχείου (σε όλα τα μυστήρια υπάρχει πάντα και το υλικό στοιχείο, ύδωρ, άρτος και οίνος, λάδι, μύρο, χειροθεσία κ.λπ) καθυπεμφαίνεται το μυστικώς τελούμενο, η πνευματική δωρεά. Ταυτόχρονα, η μετάδοση από τον έναν στον άλλο της δωρεάς του Αγ. Πνεύματος, διδάσκει τον χειροτονούμενο, αλλά και όλο τον λαό, ότι ο νέος πρεσβύτερος δεν θα ανακαλύψει ή να εφεύρει νέα δικά του ήθη και διδασκαλίες (όσο ευφυής και αν είναι), αλλά θα διατηρήσει και θα φυλάξει την παρακαταθήκη που του παραδόθηκε. Και αυτό το εγγυάται το ίδιο το Αγ. Πνεύμα που μεταδίδεται εδώ και αιώνες ξεκινώντας από τον ίδιο τον Χριστό, στους αποστόλους και εν συνεχεία, κατά αυστηρή διαδοχή, στους επισκόπους και ιερείς της Εκκλησίας του Θεού. Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος λέει στον Τιμόθεο, «οἶδα γὰρ ᾧ πεπίστευκα, καὶ πέπεισμαι ὅτι δυνατός ἐστι τὴν παραθήκην μου φυλάξαι εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν». Ακολούθως προς τον Τιμόθεο «τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν». Και ο ίδιος ο Απ. Παύλος έχει έγνοια και ελπίδα ότι ο Χριστός θα τον βοηθήσει να φυλάξει την παραθήκη του μέχρι τέλους, αλλά το ίδιο συμβουλεύει και τον Τιμόθεο. Αυτή η συνείδηση της παραλαβής και παράδοσης εμπεδώνει στην πράξη την αλήθεια του ενός σώματος του Χριστού, αυτό για το οποίο παρακαλούμε, την ενότητα της πίστεως. Όπως στο σώμα, το ίδιο αίμα κυλά από το ένα μέλος στο άλλο, και αν ένα μέλος αποκοπεί, παύει να αιματώνεται και πεθαίνει, έτσι ακριβώς η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, διότι έτσι το θέλησε ο Θεός: Να είμαστε όχι ατομικές υπάρξεις που έχουν η καθεμιά ανεξάρτητη σχέση με τον Θεό, αλλά μέλη ενός σώματος που βρίσκονται σε κοινωνία, και όλοι μαζί να πραγματώνουμε την πορεία μας προς τη βασιλεία του Θεού, κατ’ εικόνα και ομοίωση της Αγίας Τριάδας, της οποίας τα πρόσωπα βρίσκονται σε πλήρη και τέλεια κοινωνία.

Αγαπητέ π. Λοΐζο,

Η χειροτονία σου σε πρεσβύτερο σου έδωσε όντως τη χάρη του Αγ. Πνεύματος να τελείς τα μυστήρια και να αγιάζεις τον λαό του Θεού. Η δύναμη των μυστηρίων, όπως είπαμε, δεν εξαρτάται από τη δική σου αγιότητα ή αναξιότητα. Όμως η διακονία στο Αγ. Θυσιαστήριο δεν είναι απλή και διεκπεραιωτική πράξη. Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει τον πήχυ του αξιώματος «Τοιαύτας οὖν ἐπιλέγεσθαι δεῖ ψυχάς, οἷα τὰ τῶν ἁγίων ἐκείνων ἀπέδειξε σώματα ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἐν τῇ βαβυλωνίᾳ καμίνῳ ποτέ». Δηλαδή, τέτοιες ψυχές πρέπει να επιλέγουμε ιερείς, που να είναι παρόμοιες με τα σώματα των Αγίων εκείνων Παίδων, που η χάρις του Θεού ανέδειξε στην κάμινο της Βαβυλώνας. Πριν από λίγο, η εμή αναξιότης κατά την ώρα της χειροτονίας, παρακαλέσαμε τον Θεό για σένα «Πλήρωσον της του Αγίου Πνεύματος δωρεάς ίνα γένηται άξιος παρεστάναι αμέμπτως τω θυσιαστηρίω σου». Όπως άκουσες δεν είναι ακίνδυνο το έργο, διότι η κάμινος της Βαβυλώνος «τας ενεργείας διεμέριζε, τους Χαλδαίους καταφλέγουσα τους δε πιστούς δροσίζουσα». Οι απλώς και ως έτυχεν εστώτες κόντα στην κάμινο καταφλέγονται από το πυρ σύμφωνα με τους φύσεως όρους. Γι’ αυτό αιτούμεθα τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η βαβυλώνια κάμινος ευλαβήθηκε τους «θεοσεβεία προεστώτες νεανίας» και το πύρ εις δρόσον μετέβαλε. Η ευσέβεια και η ταπείνωση των τριών Παίδων μετέβαλαν τους της φύσεως όρους. Η δική σου ευσέβεια και ταπείνωση μπροστά στο Άγιο θυσιαστήριο θα απλώσει τη δρόσο την του Πνεύματος στις ψυχές των πιστών, οι οποίοι βασανίζονται στην κάμινο των πειρασμών και των βιωτικών μεριμνών και φροντίδων.

Αιτηθήκαμε για σένα: «Πλήρωσον της του Αγίου Πνεύματος δωρεάς, ίνα γένηται άξιος κηρύσσειν το Ευαγγέλιο της βασιλείας σου, ιερουργείν τον λόγον της αληθείας σου». Πλέον ο Χριστός όταν βλέπει τον λαό του να πεινά πνευματικώς (και δυστυχώς παρά την πληθώρα των ψυχωφελών βιβλίων που κυκλοφορούν, υπάρχει μεγάλη πνευματική πείνα), θα ζητά και από εσένα «δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Για να θρέψεις όμως τους άλλους πρέπει να έχεις, έστω «πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας». Αυτούς τους άρτους θα τους ζυμώσεις με τον κόπο σου, και τα ψάρια θα τα αλιεύσεις με την φιλοτιμία και τη φιλομάθειά σου από τη θάλασσα της Αγίας Γραφής. Και ο Χριστός θα πολλαπλασιάσει τους καρπούς των πόνων σου για να φάγουν πάντες και να χορτασθούν. Πρόσεχε όμως πάτερ, Λοΐζο. Όχι τυχαία, η ευχή που διαβάσαμε, επισυνάπτει το χάρισμα του κηρύσσειν το Ευαγγέλιο της βασιλείας αμέσως με την ιερουργία της αληθείας. Η αλήθεια δεν είναι θεωρητικές σκέψεις και φιλοσοφικά διανοήματα. Αυτά ανήκουν σε άλλες παραδόσεις. Για μας η Αλήθεια «ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Η αλήθεια γίνεται, δεν λέγεται. Χρειάζονται έργα -ιερουργείν- δηλαδή ιερώς εργάζεσθαι την αλήθειαν. Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής μας διδάσκει ότι «Ο Κύριος είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές Του, και σ’ εκείνους που Τον ζητούν, βρίσκεται ανάλογα με την προθυμία και την εργασία των εντολών». Αν ο Χριστός είναι η Αλήθεια, τότε η εργασία των εντολών Του είναι η ιερουργία που θα σου Τον αποκαλύψει. Τότε θα γίνεις άξιος να κηρύσσεις το Ευαγγέλιο της Βασιλείας και θα αξιωθείς του Κυριακού μακαρισμού: «Μακάριος γάρ, φησίν, ὁ ποιήσας καί διδάξας· οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Αιτηθήκαμε για σένα: «Πλήρωσον της του Αγίου Πνεύματος δωρεάς, ίνα γένηται άξιος προσφέρειν σοι δώρα και θυσίας πνευματικάς». Το παράδειγμα του Κάιν και του Άβελ, αλλά και ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας μας διδάσκει ότι δεν είναι όλες οι θυσίες ευπρόσδεκτες στον Θεό. Τα δώρα και οι θυσίες πρέπει να είναι ακριβώς δώρα και όχι συναλλάγματα (σου δίνω Θεέ μου, για να μου δώσεις). Να έχεις πάντα υπόψη σου, και αυτό να εμπεδώνεις και στο ποίμνιό σου, ότι το μέτρο της αξίας ενός δώρου προς τον Θεό είναι το μέτρο της δικής μας θυσίας (αυτό που πραγματικά μας στοιχίζει και το προσφέρουμε). Και το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να προσφέρουμε στον Θεό, είναι αυτό που ζητά ο ίδιος, από τα βάθη των αιώνων «υἱέ, δός μοι, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν».

Αυτά τα οποία αιτηθήκαμε παρά του Αγίου Πνεύματος και τα οποία πανσόφως η Εκκλησία μας τοποθέτησε ως ευχές και αιτήματα προς εκπλήρωση διά τους μέλλοντας πρεσβυτέρους, εύχομαι εκ βαθέων ψυχής και διά πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου να εκπληρωθούν στη ζωή σου π. Λοΐζο, ώστε, όπως αναφέρει και η προορηθείσα ευχή, «εν τη δευτέρα επιδημία του μεγάλου Θεού να δεχθείς τον μισθόν της αγαθής οικονομίας του οικείου τάγματος». Και όπως γνωρίζεις το οικείο τάγμα, η τάξις των ιερέων, κοσμεί τη Βασιλεία του Θεού με πλήθος Αγίων, των οποίων την αναστροφή, είθε να μιμηθείς με μια θεάρεστο ιερατεία στην Εκκλησία του Θεού.


Ομιλίες

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΕΙΣ ΔΙΑΚΟΝΟΝ


Τέκνον ἐν Κυρίῳ ἀγαπητόν, ἱεροδιάκονε Σάββα,

Πόθος πολλῶν ἐτῶν ἀπὸ μέρους σου ἐκπληρώνεται σήμερα. Ἐπιθυμία ἁγίων ἀνδρῶν νὰ ἀξιωθεῖς νὰ περικυκλώνεις τὸ ἅγιο θυσιαστήριο γίνεται σήμερα πραγματικότης. Ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς «ὁ εἰδὼς ἕκαστον ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», αὐτὸς ποὺ στάλαξε μέσα σου ἀπὸ τὴν παιδική σου ἡλικία τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, σοῦ χαρίζει σήμερα τὸ οὐράνιο δῶρο νὰ συγκαταλέγεσαι πλέον στὸν κλῆρο τὸν δικό του καὶ νὰ ὑπηρετεῖς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.

Εὐτύχησες στὴ ζωή σου νὰ ἔχεις ὁδηγούς, ὅπως τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο, τὴ μητέρα καὶ τὴ θεία σου, οἱ ὁποῖες στάθηκαν μέχρι τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τους συνοδοιπόροι καὶ σύμψυχοι στὸν πνευματικό σου ἀγῶνα.

Ἡ συναναστροφή σου ἀπὸ τὰ φοιτητικά σου χρόνια μὲ ἁγίους ἀνθρώπους ἀπέδωσαν καρποὺς πολυπλάσιους καὶ πιστεύω ὅτι συναγάλλονται μαζί μας γιὰ τὴν ἔνταξή σου στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλα ὅμως αὐτὰ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ μου αὐξάνουν καὶ τὴ δική σου εὐθύνη ἀπέναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου «μένε ἐν οἷς ἔμαθες», εἰδὼς παρά τινα ἔμαθες καὶ πῶς ἔμαθες.

Νὰ σὲ στολίζουν ὅλες οἱ ἅγιες ἀρετὲς καὶ ἰδιαίτερα οἱ τέσσερεις μεγάλες· ἡ ἀνδρεία, ἡ φρόνηση, ἡ δικαιοσύνη καὶ τὸ ἐπιστέγασμα ὅλων· ἡ κατὰ Θεὸν ἀγάπη.

Ὁ λόγος σου νὰ εἶναι γλυκύς, βάλσαμο στὶς ψυχὲς τῶν πονεμένων, ἡ βιοτή σου καθὼς πρέπει ἁγίοις, νὰ ζεῖς μόνο γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ἀναπνέεις Χριστὸ καὶ νὰ μεταδίδεις σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ προστάτιδα ὅλου τοῦ κόσμου, μὰ προπάντων ὅλων τῶν μοναχῶν, νὰ εἶναι βοηθὸς καὶ παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ στὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς σου.

Καλὴ διακονία στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Ἀμήν.




ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΤΟΥ π. ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ

Ευλογημένοι Χριστιανοί,

Αγαπητέ πάτερ Χρίστο,

Χάριτι Χριστού ζούμε και φέτος την εορταστική περίοδο της Αναστάσεως του Χριστού μας. Η δόξα του Αναστάντος Χριστού και η πλήρης κατανίκηση του διαβόλου και του θανάτου διακηρύττεται καθημερινά στους ύμνους της Εκκλησίας μας, ως μια πρόγευση της μετοχής μας εις τη μέλλουσα εκείνη βασιλεία των Ουρανών. Γι’ αυτό και ψάλλομεν «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως, εφόσον ζούμε εν τω κόσμω, και «ὅλος ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ», πως η δόξα της Αναστάσεως είναι αδιαχώριστη από τη δόξα του Σταυρού, «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Άλλωστε προ ολίγων ημερών προσκυνήσαμε τον «Βασιλέα τῆς Δόξης» όχι σε θρόνο, όχι με σκήπτρα, αλλά, «κατάστικτον τοῖς μώλωψι», δι’ ἡμᾶς ἐσταυρωμένον καὶ τεθαμμένον». Ακόμα και αυτή την πλέον ένδοξο στιγμή της Αναστάσεώς του, όπου τρόπον τινά θριαμβεύει έναντι όλων των δυνάμεων του σκότους, αυτή την στιγμή που με ανθρώπινα κριτήρια θα την ονομάζαμε ως προσωπική του δικαίωση, η Βυζαντινή αγιογραφία του Πανσέληνου στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, τον τοποθετεί εμφανώς σκυμμένο να ανασηκώνει τον Αδάμ από τα βάραθρα του Άδου. Στον δικό μας Αναστάντα Χριστό δεν υπάρχει ίχνος προσωπικού θριάμβου, ούτε ψήγμα προσωπικής ικανοποίησης αλλά φανερώνεται ότι η έγνοια του, ο πόθος του, το πραγματικό κίνητρο όλης της θείας του οικονομίας ήταν να αναβιβάσει την πεσούσα εικόνα του στο πρωτόκτιστο κάλλος. Μοναδικό σκήπτρο του Βασιλέως της Δόξης, στην προορηθείσα αγιογραφία, ο Σταυρός με τον ακάνθινο στέφανο που εμείς οι άνθρωποι του προσφέραμε, και τον οποίο κρατεί εμφανώς ανυψωμένο ως μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο μπορούμε και εμείς να συναναστηθούμε μαζί του. Ακριβώς όπως το σημειώνει και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «Τὰ φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ… τὰ δὲ νοούμενα πάντα δεῖται ταφῆς». Μόνο έτσι έχει νόημα η Αναστάσιμη χαρά της περιόδου αυτής και όπως αναφέραμε και η ορθόδοξη υμνολογία και η εικονογραφία δεν παύουν να μας το θυμίζουν.

Αγαπητέ π. Χρίστο,

Σήμερα δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος προχειρίσθηκες σε πρεσβύτερο της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας. Μέγιστο το αξίωμα, διότι όπως μας διαβεβαιώνει ο χρυσολόγος Ιωάννης «οι γαρ την γην οικούντες και εν ταύτη ποιούμενοι την διατριβήν, τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν και εξουσίαν έλαβον, ην ούτε αγγέλοις, ούτε αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός». Και αυτοί οι γήινοι άνθρωποι είναι οι ιερείς, στην τάξη των οποίων εισήλθες σήμερα. Ουράνια η δωρεά, θεοπαράδοτο το χάρισμα της ιερωσύνης, χωρίς την οποία δεν μπορούν οι πιστοί να εισέλθουν εις τη βασιλεία των Ουρανών, αφού κατά τον ίδιο θεοφόρο πατέρα, «Είναι αδύνατο να μπει κάποιος στη Βασιλεία των Ουρανών, αν πρώτα δεν αναγεννηθεί με το νερό και το Άγιο Πνεύμα, καθώς επίσης χωρίς να μεταλάβει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Και τα δύο όμως αυτά δεν μπορούν να επιτελεστούν, παρά μόνον από τα χέρια του ιερέως.
Όπως όμως αναφέραμε πριν για τη δόξα του Αναστάντος Χριστού, έτσι και σε σένα π. Χρίστο η ατίμητος δόξα του ιερατικού αξιώματος δεν πρέπει να είναι αφορμή ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων ή αναζήτησης προνομίων και εξυπηρετήσεων. «Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν σοί», διότι ακούσαμε πριν λίγες μέρες ότι «ὁ πρῶτος οὖν ὑμῶν, ἔστω πάντων διάκονος, ὁ δὲ ἄρχων, ὡς ὁ ἀρχόμενος, ὁ προκριθεὶς δὲ ὡς ὁ ἔσχατος». Η δόξα και η τιμή στη δική μας Εκκλησία φανερώνεται πάντα εν τω Σταυρώ, διότι όπως ο «Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ». Αν αυτό ισχύει για όλους τους πιστούς, ισχύει πολύ περισσότερο για τους ιερείς του Υψίστου. Αυτά τα λόγια δεν είναι θεωρητικά και ρητορικά. Σημαίνει ότι ως ιερέας θα βαστάσεις τον βαρύ λόγο του αδελφού σου μιμούμενος Αυτόν που υβρίσθηκε από δούλο. Θα δεχθείς να αδικηθείς δείχνοντας συγχωρητικότητα, όπως Αυτός ζητούσε από τον ίδιο Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του. Θα υπομείνεις τη συκοφαντία ως γνήσιος μαθητής αυτών που «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἀτιμασθῆναι». Θα αναδεχθείς και θα συμπάσχεις με τον πόνο κάθε πιστού της ενορίας σου, διότι σε κάθε έναν θα βλέπεις αυτόν «ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανεν».
Θυμήσου αγαπητέ π. Χρίστο, ότι μετά την προδοσία του φίλου Πέτρου, ο Χριστός για να του αναθέσει ξανά τη διαποίμανση των προβάτων, τον ερώτησε τρεις φορές «Αγαπάς με;» Μόνο μετά από τη διαβεβαίωση για την αγάπη του, του εμπιστεύτηκε ξανά τα λογικά πρόβατα. Αυτό δείχνει, ότι για το έργο που σήμερα αναλαμβάνεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η βαθιά αγάπη για το πρόσωπο του Αρχιποίμενος Χριστού. Μόνο αν τον αγαπάς βαθιά, θα σε εμπνεύσει, ώστε να είσαι έτοιμος να θήσεις «τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ τῶν προβάτων». Αλλιώς, και τότε αλίμονο, θα είσαι απλώς μισθωτός, «Ὁ δἑ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων».
Αλλά στη δική σου καρδιά πρέπει να αντηχεί η μακαρία εκείνη φωνή: «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Και αν αυτό ισχύει για την ψυχή κάθε ενός πιστού, πόσο μάλλον ισχύει για τους ιερείς που οδηγούν πολλές ψυχές στη βασιλεία του Θεού. Άρα μπορεί ο ιερέας να έχει μεγαλύτερη ευθύνη και φορτίο, αλλά, αν με φιλότιμο και ταπείνωση εργασθεί στον αμπελώνα του Κυρίου, απολαμβάνει και πολύ περισσότερα βραβεία, σύμφωνα με τον λόγο της Γραφής: «Ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών».
Η ιερατική σου διακονία στον Ναό τούτο του Τιμίου Προδρόμου, δίπλα σε εκλεκτούς ιερείς, πρέπει συν Θεώ, να αποβεί μια καρποφόρος περίοδος. Σαν μέλισσα πάρε από όπου μπορείς τα καλά και ωφέλιμα και απομακρύνσου από τα άχρηστα και επιβλαβή, ενθυμούμενος ότι «εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς σκάνδαλον». Όπως συμβουλεύει και ο Απ. Παύλος «Πρεσβύτας νηφαλίους εἶναι, σεμνούς, σώφρονας, ὑγιαίνοντας τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ … περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων». Γνωρίζω ότι ίσως νιώθεις τώρα ότι ανάλαβες δύσκολο και βαρύ έργο. Πρόσπεσε στον Χριστό μας και άκουσε το αψευδές αυτού στόμα να διαβεβαιώνει: «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν». Η παντοδύναμή του δεξιά και η πάνσοφή του πρόνοια είναι στη διάθεση όσων την ζητήσουν, πολύ περισσότερο των ιερέων του και ακόμη περισσότερο, αν την χρειάζονται για την πνευματική σωτηρία του ποιμνίου τους. Σε τελευταία ανάλυση αυτός είναι ο καλός Ποιμήν όλων μας.
Με αυτά τα λίγα λόγια, σου ευχόμαστε ευάρεστη και θεάρεστη ιερατική διακονία και είθε να αναπαύσεις τις ψυχές των πιστών που αναζητούν το ζωντανό ύδωρ που υποσχέθηκε ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα, ώστε εν συνεχεία να αναπαυθεί και ο Θεός σε σένα και στα έργα σου. Αμήν.




Ομιλίες

Ομιλία Μιχάλη Χριστοφορίδη

« …ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» Και φέτος «Πάσχα Κυρίου».
Και φέτος οι κατανυκτικές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και εν τέλει η Μεγάλη και λαμπρά ημέρα της Αναστάσεως, μας έκαναν να ζήσουμε ιδιαίτερες εσωτερικές στιγμές. Μπορεί και να αισθανθήκαμε δέος και συγκίνηση μπροστά στον Εσταυρωμένο, ίσως και να δακρύσαμε, μπορεί να νιώσαμε ένα γλυκό σκίρτημα στο άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» με τις θριαμβευτικές κωδωνοκρουσίες και σίγουρα, αν έχουμε νηστέψει ολόκληρη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στο τέλος της Αναστάσιμης ακολουθίας, όπως και σε κάθε άλλο δύσκολο έργο που φτάνει στο τέλος του, ψιθυρίσαμε με ευγνωμοσύνη «Δόξα σοι ο Θεός, που μας αξίωσε να γιορτάσουμε ακόμα ένα Πάσχα». Η περίοδος αυτή παραδοσιακά συνοδεύεται από πολλά στοιχεία που αγγίζουν τις εσωτερικές χορδές του ανθρώπου (ωραίοι κατανυκτικοί ύμνοι, ο Νυμφίος, σβήσιμο των φώτων, λαμπάδες, Επιτάφιος, λουλούδια, καμπάνες, έθιμα) που σε ένα αξεδιάλυτο ξύπνημα γλυκών αναμνήσεων (ειδικά των παιδικών μας χρόνων) συνιστούν ένα πολύ ελκυστικό πλαίσιο για πνευματική ανάταση. Όλα αυτά είναι καλά και ευλογημένα.

Ψάλλοντας τον αριστουργηματικό κανόνα της Αναστάσεως, ακούσαμε τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (υμνογράφο του κανόνα) να λέει:
«Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καὶ Χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσώμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες».

Δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικά, μεταφορικά, αλληγορικά, συμβολικά είναι τα λόγια που αναφέρει ο ύμνος αυτός. Μιλά για μια πραγματική όραση («οψόμεθα») του Αναστημένου Χριστού; Για μια πραγματική ακρόαση της προτροπής του «Χαίρετε»; Για ένα απρόσιτο φως, το οποίο «εικονίζουμε» με τις εκατοντάδες λαμπάδες που ανάβουμε. Κάπου εκεί αρχίζουμε να νιώθουμε ότι ίσως κάτι μας λείπει. Παρόλη την πραγματική και ειλικρινή χαρά που νιώθουμε τη μέρα της Ανάστασης, παρόλα τα γνήσια συναισθήματα, δεν ξέρω πόσοι εξ ημών, έχουν τέτοια εμπειρία. Ζούμε το Πάσχα για δεκαετίες, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε βιώσει πραγματικά τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούμε τις κοσμικές διαστάσεις που έχει η Ανάσταση του Χριστού, στο σύμπαν ολόκληρο.

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
Λόγια πολύ πιο συνταρακτικά από μια γλυκιά ανάμνηση ενός παιδικού Πάσχα, από μια ικανοποίηση, ότι και φέτος μας βοήθησε ο Θεός και νηστέψαμε και κοινωνήσαμε. Εδώ έχουμε μια έκρηξη φωτός που δημιουργεί συνθήκες για ένα νέο σύμπαν, ένα νέο « γενηθήτω φῶς» της μίας (πρώτης) ημέρας της δημιουργίας.

Και σήμερα, μετά από χιλιάδες χρόνια από εκείνη τη μία ημέρα της δημιουργίας του φωτός, ξημερώνει η μία των Σαββάτων και καλούμαστε «Χριστὸν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα» … «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας (Του)».

Ένας νέος ήλιος που υπερβαίνει ασυγκρίτως τον πρώτο ήλιο: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτὸς καὶ τοὺς ἀστέρας» (Γεν. 1, 16), διότι ο νέος αυτός ήλιος δεν συνοδεύεται από ελάσσονες φωστήρες, ούτε διώκεται από την νύκτα, καθώς είναι ανέσπερος. Και αυτόν τον νέο ήλιο, ο υμνογράφος μας βεβαιώνει ότι θα τον δούμε (2η φορά «καὶ Χριστὸν ὀψόμεθα»). Τελικά μήπως το εννοεί πραγματικά; Μήπως το «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» και όσα ψάλλονται σήμερα είναι σε απόλυτη συμφωνία; Μήπως τελικά δεν είδαμε, διότι απλώς έλειπε η κάθαρση των αισθήσεών μας; («Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα»).

Το τυπικό της Εκκλησίας μας ορίζει τα τροπάρια αυτού του μοναδικού κανόνα της Αναστάσεως να επαναλαμβάνονται πολλές φορές (4-5 φορές το καθένα). Όποιος και όποια έχει εμπειρία του «οψόμεθα» (όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και όλοι οι λοιποί Άγιοι) δεν βιάζεται να πάει να φάει σούπα, αλλά «πάλιν και πολλάκις», «ἀγαλλομένῳ ποδί», «ἐξεστηκῶς βοᾶ», αυτό που βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά του/της: μια νέα κοσμογονία, μιας «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶν ὑμνεῖ τὸν αἴτιον».

Όλα αυτά που γράφουμε, που στην ουσία είναι αυτά που γράφει ο κανόνας της Αναστάσεως, παρόλο που τα ακούμε κάθε χρόνο πολλές φορές, δεν ξέρω πόσο σοβαρά τα λαμβάνουμε υπόψη, ή πόσο περνούν επιφανειακά παρασυρόμενα από τη συναισθηματική παλίρροια που σηκώνουν οι μέρες αυτές.

Αν επιστρέψουμε στη διήγηση των Ευαγγελίων των ημερών αυτών βλέπουμε ότι πριν το πάθος του Χριστού, ο ίδιος ο Χριστός προειδοποίησε σαφέστατα τους μαθητές του για το τι θα ακολουθήσει, και για το πάθος και τη σταύρωση, αλλά και για την ανάσταση. Υπέμνησε και σχετικές προφητείες (όπως του Ιωνά) για να διαβεβαιώσει περαιτέρω τους λόγους του. Μάλιστα «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν» τριών από αυτούς ως μια επιπρόσθετη στήριξη της ενδεχόμενης ανθρώπινης ολιγοπιστίας που τυχόν θα εμφανιζόταν στις καρδιές τους, όταν θα τον έβλεπαν σταυρούμενον. Τι βλέπουμε όμως; Την ώρα του Πάθους οι μαθητές τον εγκατέλειψαν (πλην του Ιωάννου), ο Πέτρος τον πρόδωσε και μόνο μερικές γυναίκες τον ακολούθησαν από μακρόθεν. Ακόμα και «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος», οι μυροφόρες έρχονται χωρίς καμία υποψία του τι θα γινόταν, σκεπτόμεναι «τίς ἀποκυλίσει τὸν λίθον», ώστε κατά το έθος να αλείψουν με μύρα το σώμα του αγαπημένου μεν, αλλά θεωρουμένου νεκρού ανθρώπου Ιησού.

Ακόμα και όταν βλέπουν «τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου…» Ενώ γίνονται γεγονότα «σαλεύσαντα τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω», οι γυναίκες απορούν για τη μετάθεση ενός λίθου. Ακόμα και η απουσία του σώματος του Ιησού δεν τους θυμίζει τίποτε από όσα είχε πει ο Χριστός περί της Αναστάσεώς του, αλλά συνεχίζουν να απορούν περί τούτου. Όταν μετά τα λόγια των Αγγέλων «ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ» και αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το γεγονός που έχει συμβεί, οι μυροφόρες γυναίκες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ τρόμου και έκστασης «εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις». Όταν πάει η Μαρία Μαγδαληνή να αναγγείλει τα καθέκαστα στους μαθητές, «κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ, καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν». Όταν ήλθαν και οι άλλες μυροφόρες και «ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.» Η αναγγελία της Ανάστασης στους μαθητές ακούεται «ὡσεὶ λῆρος», τους φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν ήταν στα καλά τους και είχαν αρχίσει να παραληρούν. Και ο Πέτρος με τον Ιωάννη τρέχουν να πάνε να δουν ιδίοις όμμασι το γεγονός.

Όταν διαβάζουμε τις περικοπές αυτές αναρωτιόμαστε: Δεν τους προείπε ο Χριστός τα περί της Ανάστασής του; Δεν τον είδαν να ανασταίνει τον τετραήμερο Λάζαρο; Δεν είναι ο Πέτρος που τον ομολόγησε Υιό του Θεού; Πώς εξηγούνται όλες αυτές οι αντιδράσεις ολιγοπιστίας, μέχρι και απιστίας; Ακόμα και όταν βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό αναστάντα, κάποιοι εκ των μαθητών (όχι ο Θωμάς που έλειπε) δίστασαν να τον προσκυνήσουν, διότι τον θεώρησαν φάντασμα («Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν» και αλλού διαβάζουμε «Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.») Αναγκάστηκε ο Αναστηθείς Ιησούς να φάει, παρόλο που το αναστηθέν σώμα Του δεν είχε ανάγκη τροφής, ώστε να τους πείσει ότι δεν είναι φάντασμα. Τόσο πολύ, δεν πίστευαν ακόμα και στα μάτια τους.

Ακόμα και όταν τον είδαν μια και δύο φορές, δεν συνειδητοποιούσαν το μέγεθος του γεγονότος της Ανάστασης. Έτσι μετά από λίγες μέρες, «Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. Λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Ἐξῆλθον, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν». Και όπως σχολιάζει πολύ εύστοχα το δέκατο εωθινό δοξαστικό «Μετὰ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον, καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, ἀθυμοῦντες ὡς εἰκός, ἐπὶ τῷ χωρισμῷ σου Χριστὲ οἱ Μαθηταί, πρὸς ἐργασίαν ἐτράπησαν, καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα, καὶ ἄγρα οὐδαμοῦ.» Γίνεται η Ανάστασις εκ των νεκρών, ο Άδης στενάζει, ο Χριστός συντρίβει «μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων» και ελευθερούται το ανθρώπινον γένος από τα δεσμά του διαβόλου, και… οι μαθητές στρέφονται στην παλιά τους τέχνη, στα ψάρια, «ἀθυμοῦντες ὡς εἰκός, ἐπὶ τῷ χωρισμῷ σου Χριστέ». Η όλη στάση των μαθητών παραμένει σε επιφανειακό – συναισθηματικό επίπεδο. «Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι». Ήθελαν τον διδάσκαλό τους μαζί τους και αφού αυτός «έφυγε», εστράφησαν σε αυτά που είχαν εγκαταλείψει, όταν «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Αυτή η στάση, μας θυμίζει τον τρόπο που και σήμερα, οι πιο πολλοί από μας βιώνουμε το Πάσχα. Προσκυνούμε την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου και μετά «Ἀπερχόμεθα οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς … καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα». Ξεχνάμε ότι ο Χριστός είπε «ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ζούμε σαν να μην έγινε Ανάσταση, σαν να μην βεβαίωσε όλα τα λόγια που μας είπε «διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων.

Ας δούμε όμως πιο εκτεταμένα μια χαρακτηριστική περίπτωση και πλήρως ενδεικτική της στάσης και της διάθεσης των μαθητών του Χριστού έναντι του γεγονότος της Ανάστασης. Στο ευαγγέλιο του Λουκά διαβάζουμε την περίπτωση του Λουκά και του Κλεόπα που «ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων». Δύο μαθητές όχι από τους δώδεκα, αλλά από τους εβδομήκοντα, περπατούν και ως ήταν λογικό, συζητούσαν για όλα τα φοβερά γεγονότα που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στον αγαπημένο τους δάσκαλο. Τους προσεγγίζει λοιπόν ο Ιησούς ως άγνωστος οδοιπόρος, αλλά «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Το «εκρατούντο» είναι λίγο μετέωρο. Από ποιον εκρατούντο; Από τον Χριστό; Δεν ορίζεται στο ιερό κείμενο. Βέβαια το ότι δεν κατάλαβαν τον Χριστό, έγινε επειδή έτσι ήθελε ο Χριστός, αλλά αυτό δεν ήταν ένα είδος «παιγνιδιού». Εκρατούντο, διότι δεν ήταν «έτοιμοι», δεν ήταν άξιοι να τον αναγνωρίσουν. Τα λόγια που λέγουν μετά στον άγνωστο οδοιπόρο, το μαρτυρούν.

«Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.

Τα λόγια τους μαρτυρούν τη σύγχυση και το κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των μαθητών του Χριστού. Από τη μια μαρτυρούν ότι ο Ιησούς «ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ». Άρα παραδέχονται ότι ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο, ένας προφήτης, αλλά όταν ακολούθως «οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες παρέδωκαν αὐτὸν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν», τότε κάτι έσπασε στις καρδιές των μαθητών, «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ». Εκείνος ο παρατατικός χρόνος του ρήματος «ηλπίζομεν» εκφράζει όλη την απογοήτευση των μαθητών. Τον άκουσαν, τον αγάπησαν, τον πίστευσαν, τον θαύμασαν, αλλά όταν τον είδαν κρεμάμενο επί του σταυρού τότε η ελπίδα στον λυτρωτή του Ισραήλ τοποθετείται σε παρατατικό χρόνο. Σαν να η ελπίδα είναι πλέον παρελθόν. Και μόνο αυτό το ρήμα δικαιολογεί γιατί «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Η σταύρωση του Χριστού και η λύτρωση του Ισραήλ ήταν ακόμα στο μυαλό των μαθητών του Χριστού δύο ασύμβατα πράγματα. Ακριβώς αυτό δείχνει ότι ακόμα και οι μαθητές του Χριστού είχαν άλλες προσδοκίες για τη μέλλουσα λύτρωση του Ισραήλ. Όπως και σε πολλούς από μας σήμερα, η πίστη μας στον Χριστό προσδοκά και συνεπάγεται πολύ διαφορετικά πράγματα από αυτό(ν) που η πίστη αυτή πραγματικά κομίζει: «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Αυτό(ν) μας επαγγέλλεται η Εκκλησία μας, αλλά ημείς τις περισσότερες φορές «ηλπίζομεν» σε έναν Χριστό βοηθό στις υποθέσεις μας, αρωγό στην επαγγελματική μας ανέλιξη, εγγυητή της γήινης επιτυχίας μας (ημών, συζύγων, τέκνων και συγγενών), νικοποιόν των πολέμων του Έθνους μας, κ.λπ. Και για αυτό ο εσταυρωμένος Ιησούς μας απαγοητεύει. Όπως τότε και οι μαθητές, οι οποίοι, υπό το κράτος αυτής της απογοήτευσης, δεν φαίνονται να συγκατατίθενται στο ευαγγέλιο της Ανάστασης: «γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν». Πρώτα το «εξέστησαν» (σαν να και κανείς δεν το περίμενε) και ακολούθως όλο το γεγονός της Ανάστασης παρουσιάζεται από αυτούς βασισμένο στο «λέγουσαι» των μυροφόρων, και στο «οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν» των Αγγέλων. Τρόπον τινά, αυτές (οι μυροφόρες) λέγουν ότι αυτοί (οι Άγγελοι) λέγουν ότι αυτός ζει. «Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.» Αυξάνονται οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και πάλιν καταλήγουν «αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον». Είναι σαφές ότι αποζητούσαν την αυτοψεί μαρτυρία του Αναστάντος Χριστού. Είναι ξεκάθαρο ότι ενώ είχαν προειδοποιηθεί από τον Χριστό για την Ανάσταση, ενώ βλέπουν την Ανάσταση να ξετυλίγεται μπροστά τους δια πολλών μαρτύρων, δεν αποδίδουν στον Αναστάντα, που τους ομιλεί, τη δική τους προσωπική πίστη στο γεγονός. Για αυτό και «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν».

«Αλλ’ ὁ πάντα πρὸς τὸ τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομῶν» αρχίζει την ιατρεία των οφθαλμών: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.» Ως σοφός ιατρός αμέσως διαγινώσκει από τα συμπτώματα, το πάσχον μέλος. Και αυτό ήταν η καρδία. Οι δύο μαθητές προηγουμένως ονείδισαν τον άγνωστο οδοιπόρο ότι ενώ έμενε στην Ιερουσαλήμ, δεν άκουσε τίποτε από αυτά που συνέβησαν στον Ιησού. Ελέγχουν τη γνώση του για τα γεγονότα της Ιερουσαλήμ. Ο Χριστός τους ονειδίζει, διότι η καρδία τους ήταν νωθρή και διστακτική να πιστέψει όσα είχαν αναγγείλει οι προφήτες και οι γραφές με τελευταία αυτά που ο ίδιος τους είχε σαφώς προείπει. Ο Ιησούς ελέγχεται ότι δεν γνωρίζει και οι μαθητές γνωρίζουν αλλά δεν κατανοούν αυτά που γνωρίζουν διότι η καρδία τους δεν ήταν στη κατάλληλη κατάσταση. Ο σοφός διδάσκαλος αρχίζει από το δικό τους επίπεδο: «Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Τους εξηγεί, τους ερμηνεύει όσα αυτοί θεωρητικά ήξεραν. Παρόλα αυτά ακόμα «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Προφανώς όμως, τα όσα τους είπε και τους ερμήνευσε θα τους έκαναν εντύπωση, θα τους πυροδότησαν το ενδιαφέρον και θα τους έκαναν να καταλάβουν ότι ο μέχρι πρότινος θεωρούμενος άσχετος των γεγονότων της Ιερουσαλήμ, ήξερε πολύ περισσότερα από όσα αρχικά νόμισαν. Οπότε μόλις φτάνουν στο χωριό, όπου πήγαιναν, παρόλο που ο άγνωστος συνοδοιπόρος προσποιείται ότι πρέπει να προχωρήσει, αυτοί γοητευμένοι από τα λόγια του, «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Βρίσκουν την εύλογη αφορμή ότι πάει να νυχτώσει, και επιμένουν φορτικά, «παρεβιάσαντο» αυτόν να μείνει μαζί τους. Είναι αξιοσημείωτη η στάση του Ιησού που «προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι». Ο Θεός σέβεται τον προσωπικό χώρο και χρόνο των μαθητών. Βέβαια θα πει κανείς ότι αυτός είναι απλός κανόνας ευγενείας. Αλλά η στάση αυτή για τον Χριστό δεν είναι θέμα ευγένειας. Ο Χριστός ήξερε τι θα συνέβαινε σε λίγο όταν θα έμενε μαζί τους. Τότε θα τον «γνώριζαν». Από εκεί και πέρα θα άλλαζαν όλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τους μιλούσε, ως από συγκυρία. Για την τελική αποκάλυψη όμως, χρειάζεται τη δική τους συγκατάθεση, τη δική τους ελεύθερη αποδοχή και υποδοχή: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν». Αυτή την έντονη επιθυμία και επιμονή, την χρειάζεται ο Θεός από μας, προκειμένου να μας μεταμορφώσει. Μας θυμίζει το γεγονός της πάλης του πατριάρχου Ιακώβ μετά του Αγγέλου του Θεού (κατά την ερμηνεία των πατέρων αυτός είναι ο Λόγος του Πατρός, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος), όταν όπως μας λέει η Γένεση (κεφ. 32) «ὑπελείφθη δὲ Ἰακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· Ἰακώβ. καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλ᾿ Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ». Και εδώ έχουμε μια παρόμοια φράση, ο Άγγελος του Θεού λέει στον Ιακώβ μετά από την ολονύχτια πάλη «ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς»: Άφησε με να φύγω, ήδη έγινε πρωί. Αλλά ο Ιακώβ, όπως και οι μαθητές στους Εμμαούς, του είπε: Δεν θα σε αφήσω εάν πρώτα δεν με ευλογήσεις. Και τότε μετά από την ολονύχτια πάλη, αφού «ἐνάρκησε (μούδιασε, πόνεσε) τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ», πέτυχε την ευλογία του Θεού, και μάλιστα πήρε και το νέο του όνομα Ισραήλ, που σημαίνει, αυτός που πάλεψε και νίκησε τον Θεό. Αυτή η πάλη και η νίκη του ανθρώπου έναντι του Θεού είναι το εισιτήριο του Θεού για την είσοδο στην καρδιά του ανθρώπου. «Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς».

Από εκεί και πέρα η γνώση περνά σε άλλο επίπεδο. Σταματούν τα λόγια και οι ερμηνείες, τα κηρύγματα και οι νουθεσίες και αρχίζει η εμπειρική αποκάλυψη. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.» Η επιλογή των λέξεων καθόλου τυχαία. Παραπέμπει κατευθείαν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπως το παρέθεσε ο ίδιος Ευαγγελιστής Λουκάς «καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς» κατά τον Μυστικό Δείπνο. Τότε διανοίγονται οι οφθαλμοί των μαθητών, συνειδητοποιούν ποιον είχαν μπροστά τους, συνειδητοποιούν τι σήμαινε η παρουσία του μαζί τους, συνειδητοποιούν ότι πλέον δεν θα αναφέρονται στην Ανάσταση με το «μας είπαν» και «τους είπαν» και τότε γίνεται άφαντος ο Χριστός. Αυτό όμως δεν τους πτοεί, διότι ήδη ο Ιησούς «εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ενώ έγινε άφαντος, ήταν πλέον μαζί τους. Αμέσως κάνουν μια φοβερή διαπίστωση μέσα από μια αποκαλυπτική διατύπωση: «Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» Κατανοούν ότι το πρόβλημα της μη αναγνωρίσεως του Ιησού βρισκόταν σε αυτό για το οποίο τους είχε ελέγξει και πιο πριν ο ίδιος ο Χριστός, στην καρδία τους. Δεν λένε «Που ήταν το μυαλό μας; Μήπως είχαν πρόβλημα τα μάτια μας;», αλλά αναρωτιούνται αν η καρδία τους ήταν αναμμένη και λειτουργούσα, όση ώρα τους μιλούσε ο Χριστός «ἐν τῇ ὁδῷ». Προφανώς, δεν αναφέρονται στη βιολογική καρδία, αλλά σε μια άλλη καρδία που η παράδοση της Εκκλησίας μας θεωρεί ως το κέντρο της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου, εκεί όπου τελεσιουργείται το μυστήριο της συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό, ο χώρος στον οποίο αναφέρεται ο Χριστός λέγοντας «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν». Τώρα που έγνωσαν τον αναστάντα Ιησού, κατάλαβαν τι έφταιγε, όταν πριν «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Η κλάση του άρτου πραγματοποίησε σε αυτούς τη ρήση του διδασκάλου «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ». Και εισερχόμενος ο Ιησούς στην καρδιά τους «τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς» άναψε πλέον το πύρ του θείου έρωτα. Πλέον δεν θα διερωτούνται «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἐστίν ἐν ἡμῖν;» διότι βιώνουν τον ζωντανό Χριστό μέσα σε αυτή.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αντιδιαστείλουμε τις δύο γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου, τη δυνατότητα του δηλαδή να γνωρίζει. Από τη μια πλευρά υπάρχει η διάνοια του ανθρώπου που με τις διάφορές της ιδιότητες (μνήμη, φαντασία, λογική, εννοιολογική αναπαράσταση κ.λπ.) βοηθά τον άνθρωπο να κατανοήσει τον περιβάλλοντα κόσμο. Η διάνοια είναι φυσικά δώρο του Θεού και μέρος του «κατ εικόναν Θεού» πλασθέντος ανθρώπου. Πέραν όμως από τη διάνοια, υπάρχει και η καρδία, η οποία είναι το όργανο της θεωρίας του Θεού (της οποίας καρδίας, οφθαλμός είναι ο νους του ανθρώπου). Στον πεπτωκότα και αμαρτήσαντα άνθρωπο, η καρδία και ο νους έχουν σκοτισθεί από την αμαρτία και δεν μπορούν πλέον να δουν αυτόν "τὸν Θεὸν καθώς ἐστι". Οι άνθρωποι τότε, είτε θεωρούν ότι δεν υπάρχει καθόλου ο Θεός (αν ο σκοτασμός του νοός είναι σε προχωρημένο βαθμό), είτε βλέπουν τον Θεό με διαστρεβλωμένο τρόπο και δημιουργούν όλες τις πλανεμένες ιδέες περί Αυτού (αιρέσεις, ιδεολογίες, θρησκείες κ.λπ). Ολόκληρη η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας αποσκοπεί στην κάθαρση και τον φωτισμό της καρδίας του ανθρώπου ώστε να μπορέσει να δει τον Θεό. Έτσι αποκτούν αληθινό νόημα τα λόγια του Κυρίου, «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Έτσι κατανοούμε γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πέρασε τρία χρόνια βοώντας προς την Υπεραγία Θεοτόκο να του φωτίσει το σκότος. Είχε προφανώς συνειδητοποιήσει τη δυνατότητα αυτή του ανθρώπου και δεν άντεχε το σκότος της καρδίας που απέκρυπτε τη θέα του φωτός του Θεού.

Δυστυχώς οι πιο πολλοί άνθρωποι και ακόμη δυστυχέστερα, οι πιστοί, ξεχάσαμε την πολύ σημαντική αυτή διαφοροποίηση των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ο σημερινός πολιτισμός και η σύγχρονη σκέψη, με προεξάρχουσα την επιστήμη, έχει απολυτοποιήσει το ένα σκέλος του ανθρώπου, τη διάνοια, και θεώρησε ότι τα πάντα μπορούν να γνωρισθούν από αυτή, και τα αισθητά και τα πνευματικά. Η διάνοια, όπως είπαμε, δόθηκε από τον Θεό ως αρωγός της καρδίας, ώστε η γνώση και κατανόηση των αισθητών και των πνευματικών να είναι ενιαία και συνεπής, προς δόξαν του τα πάντα (αισθητά και πνευματικά) δημιουργήσαντος Θεού. Δυστυχώς όμως η διάνοια θεωρήθηκε από τον μεταπτωτικό άνθρωπο ως η μόνη ασφαλής οδός για τη γνώση της αλήθειας, και ο ορθολογισμός (η λογική σκέψη) η εγγύηση για την εύρεσή της. Η διχοστασία αυτή του γνωστικού συστήματος του ανθρώπου εκφράστηκε και φιλοσοφικά στη μεγάλη διάσταση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Οι αγώνες του Γρηγορίου του Παλαμά και των Ησυχαστών του 14ου αιώνος έναντι του σχολαστικισμού του Βαρλαάμ, ακριβώς ανέδειξαν αυτή τη μεγάλη και θεμελιακή για τη σωτηρία του ανθρώπου, διαφορά.

Για να επιστρέψουμε στο ευαγγελικό κείμενο, και στις προεκτάσεις του ως προς το θέμα αυτό, βλέπουμε ότι οι μαθητές γνώριζαν για «τὰ γενόμενα ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις…Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ». Η διανοητική αυτή γνώση δύναται να εκτείνεται ποιοτικά από το απλό κουτσομπολιό μέχρι την ανώτερη επιστημονική γνώση. Όμως, όπως είδαμε η γνώση τους αυτή δεν τους επιτρέπει να γνωρίσουν τον Χριστό που είναι «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Ακολούθως ο Χριστός αρχίζει να τους μιλά και να τους εξηγεί «ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Θα έλεγε κανείς, ποιον καλύτερο και τελειότερο διδάσκαλο θα μπορούσαν να έχουν από τον ίδιο τον Χριστό, για να τους εξηγήσει τα περί αυτού; Εδώ φαίνεται ότι και ο Χριστός απευθύνεται στη διάνοια του ανθρώπου, όταν εξηγεί και ερμηνεύει τα των Γραφών. Άρα η διάνοια δεν είναι κάτι το άχρηστο και επιβλαβές, αλλά πριν να τους εξηγήσει τα της διανοίας, τους επεσήμανε ότι το πρόβλημα της απογοήτευσής τους βρισκόταν στην καρδία («Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν»). Και γι’ αυτό ακόμα και την ώρα των λόγων του Χριστού, «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν», όχι φυσικά διότι δεν ήταν καλές οι εξηγήσεις και οι ερμηνείες του Χριστού, αλλά διότι η καρδία τους, το κατεξοχήν γνωστικό όργανο του ανθρώπου για να γνωρίσει τον Θεό, δεν λειτουργούσε σωστά. Άλλωστε, αυτό ακριβώς ομολόγησαν και οι ίδιοι μόλις έγνωσαν τον Χριστό. Η καρδία τους ανεζωογονήθη, μόλις έγινε η κλάση του άρτου. Οι οφθαλμοί τους φωτίστηκαν. Χωρίς λόγια, χωρίς ερμηνείες. Και τότε αυτοί που πριν λίγο έλεγαν ότι «πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα», βράδυασε και είναι αργά, «ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ… Καὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Όταν γνώρισαν τον Κύριο «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», παρόλο που έγινε άφαντος, δεν έχουν πλέον αμφιβολίες. Ούτε το περασμένο της ώρας, ούτε η κούραση, ούτε η εξαφάνιση του Χριστού, είναι εμπόδια. Τρέχουν, διηγούνται τα εν τη οδώ, αλλά τονίζουν το βασικότερο, ότι «ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Δεν λένε ότι τους εμφανίστηκε, αλλά ότι τον γνώρισαν, διότι πλέον κατανόησαν ότι άλλο είναι να εμφανιστεί μπροστά σου ο Χριστός και άλλο να τον γνωρίσεις. Το πρώτο, δυστυχώς δεν συνεπάγεται πάντα το δεύτερο. Ίσως αυτό είναι και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε με την εορτή του Πάσχα. Μπροστά μας βρίσκεται ο Αναστημένος Χριστός αλλά εμείς δεν τον αναγνωρίζουμε, διότι τον προσεγγίζουμε με τα συναισθήματα και τα έθιμα, αντί με την καρδία.

Όπως η Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία τον βλέπει, «ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται, …καὶ τῆς ὄψεως τῆς σῆς ὦ Ἰησοῦ, ἀλλ’ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ, οἵα γυνὴ ἀσθενής, διὸ καὶ ἀποπέμπεται μὴ προσψαύσαί σοὶ Χριστέ». Αυτά δεν τα γράφουμε για να μειώσουμε τους μαθητές του Χριστού ή τις μυροφόρες. Άπαγε τέτοιας σκέψης! Άλλωστε οι ίδιοι οι Ευαγγελιστές λένε αυτά τα σημεία. Αλλά, για να φανεί ότι ακόμα και για αυτούς ή αυτές που αξιώθηκαν τόσων θαυμάτων και λόγων από τον ίδιο τον Χριστό, ήταν αρχικά δύσκολο να ξεπεράσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις εύλογες αμφισβητήσεις, τις ανθρώπινες επιδιώξεις και χρειάστηκε η εξ ύψους δύναμη του Αγίου Πνεύματος για να τους κάνει ικανούς να βιώσουν σωστά το μυστήριο της Αναστάσεως. Πόσο μάλλον για μας;

Για μας τους σημερινούς χριστιανούς, η πορεία των δύο μαθητών από τη διανοητική γνώση (που επαναλαμβάνουμε, ήταν αναγκαία αλλά όχι αρκετή) προς την πραγματική αποκάλυψη του αναστάντος Χριστού είναι τεράστιας σημασίας. Δεν έχουμε δει τον Χριστό ούτε ζώντα, ούτε αναστάντα, όπως οι μαθητές του. Όμως στον Θωμά που τον είδε και τον ψηλάφησε (ο Θωμάς απαίτησε αρχικά τη λογική γνώση με τεκμήρια και αποδείξεις) ο ίδιος ο Χριστός διεκήρυξε «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δεν αρνείται τη διανοητική γνώση για να τονώσει την πίστη του μαθητή, αλλά ασυγκρίτως ανώτερη είναι η μυστική καρδιακή γνώση. Γι’ αυτό πάνω σε αυτό το πνεύμα και ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στον κανόνα της Κυριακής του Θωμά «Σὲ τὸν ὡς Θεὸν ἐκ τάφου, ἀναστάντα Χριστόν, οὐ βλεφάροις ἰδόντες, ἀλλὰ καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν». Αν είναι να ψάλλουμε για την ανάσταση, είναι ξεκάθαρη η προτίμηση της μαρτυρίας της πιστευούσης καρδίας έναντι του τεκμηρίου των αισθητών βλεφάρων και ματιών.

Για να επιστρέψουμε, στη βίωση του Πάσχα, το θέμα με το οποίο ξεκινήσαμε: Ο ιδανικός τρόπος που μας παραδίδει η Αγία Γραφή, ώστε να δούμε και να πιστέψουμε την Ανάσταση του Χριστού είναι «εν τη κλάσει του άρτου». Η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας δεν μπορεί να εννοήσει Ανάσταση χωρίς Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό και το Πάσχα, αλλά και κάθε Κυριακή που εορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού μαζευόμαστε στους ναούς για τη Θεία Λειτουργία. Εκεί συμβαίνουν όλα: Οι μαθητές του Χριστού παρόλες τις εμφανίσεις του, τότε και μόνο τότε «διδάχθησαν πάσαν την αλήθειαν» όταν ήλθε το Πνεύμα το Άγιο και τους καθάρισε εντελώς, τους φώτισε για να κατανοήσουν το γεγονός και τη σημασία του, ώστε να μπορέσουν να κηρύξουν την Ανάσταση σε όλα τα έθνη. Η συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, σφραγίζει τη συμμετοχή της Αγίας Τριάδας σε όλη τη Θεία Οικονομία. Ακριβώς γι’ αυτό και εμείς μέσα στη Θεία Λειτουργία επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλει τα υλικά μας δώρα (άρτο και οίνο) σε Σώμα και Αίμα του Αναστάντος Χριστού. Μέσα στη Θεία Λειτουργία συμμετέχουμε στην Ανάσταση και στην Πεντηκοστή. Τα πάντα είναι δοσμένα από την πλευρά του Τριαδικού Θεού. Ένα πράγμα μένει από μέρους μας: Είναι «ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἐν ἡμῖν» όταν συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία; Αν είναι, τότε αργά ή γρήγορα (μόνο ο Θεός το ορίζει αυτό, και αυτό για το δικό μας συμφέρον) κοινωνώντας το σώμα και το αίμα του Χριστού μας, θα νιώσουμε ότι «βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνοῦμεν» και η ελπίδα μας θα γίνεται βεβαιοτέρα, ότι και «ἐκτυπώτερον, αὐτού μετάσχομεν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας του». Εκείνη τη μέρα θα νιώσουμε πραγματικά «Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη ἡμῖν».

Μιχάλης Χριστοφορίδης
Ἐκπαιδευτικός


Empty
Click + to add content
Empty
Click + to add content
fmovies